9 Μάη 1945: Η Αντιφασιστική Νίκη των Λαών - Η μέρα που η ναζιστική Γερμανία συνθηκολογεί άνευ όρων
Δευτέρα, 09/05/2016 - 09:00Η Αντιφασιστική Νίκη των Λαών
9 Μάη 1945:
Η μέρα που η ναζιστική Γερμανία συνθηκολογεί άνευ όρων, σφραγίζοντας ουσιαστικά τη μεγάλη νίκη των λαών επί του φασιστικού ιμπεριαλιστικού συνασπισμού του «Αξονα» (η Ιαπωνία θα συνθηκολογούσε λίγους μήνες αργότερα) και των συμμάχων του.
Είναι η μέρα που σηματοδοτεί τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου στην Ευρώπη, του φονικότερου πολέμου που γνώρισε η ανθρωπότητα, ο οποίος συνολικά κράτησε 2.194 μέρες, απλώθηκε σε έκταση 22 εκατομμυρίων τετραγωνικών χλμ. και στοίχισε τη ζωή σε 50 εκατομμύρια ανθρώπους, εμπόλεμους και άμαχους μαζί.
Τη μέρα αυτή, λοιπόν, τιμάμε όσες και όσους έδωσαν τη ζωή τους, έμειναν ανάπηροι, όσες και όσους μετείχαν στον αγώνα μαχόμενοι στα διάφορα μέτωπα του πολέμου, από στεριά, θάλασσα και αέρα, στις πόλεις και τα χωριά, στα εργοστάσια και τους αγρούς, στη μάχη της παραγωγής.
Εκείνες και εκείνους που πάλεψαν με το όπλο ή με την προκήρυξη στο χέρι, που πήραν μέρος στις διαδηλώσεις, στις απεργίες και τα σαμποτάζ, που κράτησαν ηρωική στάση στα κρατητήρια ή μπροστά στα εκτελεστικά αποσπάσματα.
Αποτίουμε φόρο τιμής στα εκατομμύρια των νεκρών της πείνας, των στρατοπέδων συγκέντρωσης, κάθε τόπου φρίκης και μαρτυρίου, όπου η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο ξεπέρασε κάθε όριο, φτάνοντας στην απόλυτη απαξίωση της ανθρώπινης ύπαρξης.
Στη νίκη επί του «Αξονα» συνέβαλαν όλες οι δυνάμεις που μετείχαν στον αντιχιτλερικό συνασπισμό.
Ξεχωριστός όμως όσο και καθοριστικός υπήρξε ο ρόλος της Σοβιετικής Ενωσης, του Κόκκινου Στρατού, καθώς και των απανταχού εθνικοαπελευθερωτικών - αντιφασιστικών κινημάτων, ψυχή, οργανωτής και κύριος αιμοδότης των οποίων υπήρξαν τα Κομμουνιστικά Κόμματα.
Η ΕΣΣΔ έδωσε στον αγώνα αυτό πάνω από 20 εκατομμύρια νεκρούς. Στη μάχη έχασαν τη ζωή τους σχεδόν 2.000.000 μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος των Μπολσεβίκων, δηλαδή πάνω από τα μισά του μέλη!
Συνολικά, οι ανθρώπινες θυσίες της, μαζί με τους ανάπηρους και τους τραυματίες, πλησίασαν τα 30 εκατομμύρια.
Αντίστοιχα, οι νεκροί της Βρετανίας ήταν 375.000 και των ΗΠΑ 405.000.
Στο Ανατολικό Μέτωπο η Βέρμαχτ είχε τα 3/4 των συνολικών της απωλειών, ενώ είναι χαρακτηριστικό πως, ακόμα και το καλοκαίρι του 1944, όταν πλέον στη Δυτική Ευρώπη είχε ανοίξει επιτέλους το δεύτερο μέτωπο, οι αμερικανοβρετανικές δυνάμεις είχαν απέναντί τους 75 γερμανικές μεραρχίες, ενώ ο Κόκκινος Στρατός 200. Ανυπολόγιστες ήταν ακόμη οι υλικές καταστροφές που υπέστη η Σοβιετική χώρα: Χιλιάδες πόλεις και χωριά μετατράπηκαν σε σωρούς ερειπίων, χιλιάδες εργοστάσια, συλλογικά αγροκτήματα (κολχόζ και σοβχόζ), νοσοκομεία, σχολεία, κάθε είδους υποδομές, λεηλατήθηκαν, υπέστησαν ζημιές ή καταστράφηκαν ολοσχερώς.
Ο καταλυτικός ρόλος και συμβολή της Σοβιετικής Ενωσης στη Νίκη δεν ήταν απλώς το αποτέλεσμα του ηρωισμού του Σοβιετικού στρατού και λαού στα πεδία των μαχών και τα μετόπισθεν.
Η Νίκη αυτή είχε βαθύτερα αίτια: Εδραζόταν στην εργατική σοβιετική εξουσία, στα πλεονεκτήματα που προσέφερε η κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας, στον πρωταγωνιστικό ρόλο των λαϊκών μαζών με ηγέτιδα δύναμη την εργατική τάξη, στον καθοριστικό ρόλο του Κομμουνιστικού Κόμματος ως επαναστατικής εργατικής πρωτοπορίας.
Αποτελεί ένα τεράστιο ιστορικό δίδαγμα για το παρόν και το μέλλον του επαναστατικού κινήματος. Ο χαρακτήρας του φασισμού και του πολέμου
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως και ο πρώτος (1914 - 1918), γεννήθηκε από τη μήτρα του καπιταλιστικού συστήματος, ως αποτέλεσμα της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής.
Αντιθέσεις που οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο από τη διεθνή καπιταλιστική κρίση του 1929 - 1933, τη νέα κρίση που εκδηλώθηκε μόλις στις παραμονές του πολέμου και -βεβαίως- από την ίδια την ύπαρξη της ΕΣΣΔ (που αποτελούσε στόχο όλων εξίσου των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων - συνασπισμών). Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανία και η Ιαπωνία επιδίωξαν, μαζί με την Ιταλία, την ανατροπή των εις βάρος τους αποτελεσμάτων - συσχετισμών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ίδιος ο φασισμός υπήρξε μια εναλλακτική λύση για τη διάσωση του καπιταλιστικού συστήματος. Και βεβαίως, δεν υπήρξε αποκλειστικά «γερμανικό» ή «ιταλικό» φαινόμενο, αλλά εμφανίστηκε, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, σε όλες σχεδόν τις καπιταλιστικές χώρες της εποχής. Ο φασισμός στηρίχθηκε οικονομικά και πολιτικά από το μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο με τη σειρά του αποκόμισε τεράστια κέρδη από το φασισμό. Ο βαθύτατος δε αντικομμουνισμός του, καθώς και η διακηρυγμένη επιθετικότητά του απέναντι στη Σοβιετική Ενωση, προσέλκυσε την αμέριστη οικονομική στήριξη, όχι μόνο των «εθνικών» αρχουσών τάξεων, αλλά και των διεθνών μονοπωλίων.Πράγματι, η μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη της Γερμανίας αποκτήθηκε και χάρη στην ενίσχυση που της πρόσφεραν οι νικήτριες καπιταλιστικές δυνάμεις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, με σκοπό να τη στρέψουν εναντίον της ΕΣΣΔ. Οικονομικοί γίγαντες των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Βρετανίας πρωταγωνίστησαν στην ενίσχυση της Γερμανίας, ακόμα και στη διάρκεια του πολέμου. Τη στήριξή τους στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, πέρα από τους επιχειρηματικούς ομίλους, πρόσφεραν επίσης η Καθολική Εκκλησία και σειρά σοσιαλδημοκρατικών, συντηρητικών, κ.ά. αστικών κομμάτων του λεγόμενου κεντρώου χώρου, ενώ μετά τον πόλεμο Γερμανοί εγκληματίες πολέμου επάνδρωσαν το ΝΑΤΟ και τις μυστικές υπηρεσίες των «δημοκρατικών» ιμπεριαλιστικών κρατών.
Η μαζική βάση, που απέκτησαν τα κόμματα του Χίτλερ και του Μουσολίνι, επιβεβαιώνει ότι η οικονομική και η γενικότερη καπιταλιστική κρίση δεν οδηγούν από μόνες τους σε ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών. Αντίθετα, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη υποχώρηση και στρέβλωση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης, στην εμφάνιση μαζικών αντιδραστικών κινημάτων.
Η εξέλιξη του πολέμου
Οι πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις άρχισαν από τις 19/9/1931, όταν η Ιαπωνία επιτέθηκε στην κινεζική επαρχία της Μαντζουρίας.
Στις 3/10/1935 η Ιταλία εισέβαλε στην Αιθιοπία. Στις 25/11/1936 η Γερμανία και η Ιαπωνία υπέγραψαν σύμφωνο αντικομμουνιστικής στρατιωτικής συνεργασίας κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς (το γνωστό «Αντικομιντέρν Σύμφωνο»). Στον Ισπανικό Εμφύλιο (1936 - 1939), οι «Δημοκρατίες» κράτησαν δήθεν ίσες αποστάσεις, κηρύσσοντας την ουδετερότητα, ταυτόχρονα όμως βρετανικά και αμερικανικά μονοπώλια στήριζαν αναφανδόν τους φασίστες του Φράνκο.
Στις 12/3/1938 η Γερμανία, με την ανοχή των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας, προσάρτησε την Αυστρία, ενώ ακριβώς ένα χρόνο αργότερα η Ιταλία κατέκτησε την Αλβανία. Στις 29/9/1938, οι πρωθυπουργοί της Βρετανίας και της Γαλλίας, Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ, συνυπέγραψαν με τους Χίτλερ και Μουσολίνι το Σύμφωνο του Μονάχου, με το οποίο παραχωρούνταν στη Γερμανία το σουδητικό τμήμα της Τσεχοσλοβακίας.
Με την ανοχή έως και την απροκάλυπτη ενθάρρυνσή τους, οι «δυτικές Δημοκρατίες», άνοιγαν συνεχώς το δρόμο προς Ανατολάς, προς τη Σοβιετική Ενωση. Στη σύγκρουση Φινλανδίας - ΕΣΣΔ (30/11/1939 - 12/3/1940), Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ, από κοινού με τη φασιστική Ιταλία, έσπευσαν να συνδράμουν υλικοστρατιωτικά τους πρώτους εναντίον των δεύτερων και μόνο χάρη στη νίκη του Κόκκινου Στρατού αποφεύχθηκε η ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση. Οι αλλεπάλληλες και επίμονες ειρηνευτικές προσπάθειες της ΕΣΣΔ, για από κοινού δράση και αντιμετώπιση της επιθετικότητας του Αξονα, έπεσαν στο κενό.
Στις 1/9/1939 η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, η οποία, παρότι οι συμφωνίες αμοιβαίας βοήθειας που είχε υπογράψει με τη Βρετανία και τη Γαλλία έμειναν στα χαρτιά, αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε συνδρομή που της προσέφερε η Σοβιετική Ενωση.
Η ΕΣΣΔ, έχοντας σαφή αντίληψη των γαλλο-βρετανικών προθέσεων, υποχρεώθηκε τότε να υπογράψει το «γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης», γνωστό ως «Σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ» (23/8/1939).
Παρά τη λυσσαλέα -και εν πολλοίς υποκριτική- επίθεση που δέχθηκε τότε (και συνεχίζει να δέχεται μέχρι τις μέρες μας) από όλο τα φάσμα του αστικού πολιτικού κόσμου έως τους οπορτουνιστές, το Σύμφωνο αυτό ήταν το μοναδικό μέσο άμυνας που είχε απομείνει στην ΕΣΣΔ δεδομένων των συνθηκών. Εξασφάλισε δε στη χώρα 21 πολύτιμους μήνες ειρήνης, που κατόπιν αποδείχθηκαν ανεκτίμητοι στην πολεμική της προετοιμασία ενόψει της αναπόφευκτης γερμανικής επίθεσης, που πραγματοποιήθηκε τελικά στις 22/6/1941.
Στο μεταξύ, η Γερμανία επιτέθηκε κατά της Γαλλίας, την οποία και κατέλαβε σε διάστημα μόλις 6 εβδομάδων (10/5-25/6/1940), ενώ στη Βρετανία η τακτική της αστικής τάξης άλλαξε, με τον Τσόρτσιλ να αντικαθιστά τον Τσάμπερλεν στην πρωθυπουργία. Στον πόλεμο εισήλθαν αργότερα και οι ΗΠΑ, μετά την Ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ (7/12/1941).
Το «αντιφασιστικό σύμφωνο» που συνήφθη μεταξύ των Συμμάχων στις 12/6/1941 δεν άλλαξε το χαρακτήρα του πολέμου, ούτε τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών κρατών, που αναγκάστηκαν σε -προσωρινή τουλάχιστον- συνεργασία με τη Σοβιετική Ενωση στον τομέα των πολεμικών επιχειρήσεων. Ενδεικτικό των προθέσεών τους υπήρξε, μεταξύ άλλων, η καθυστέρηση στο άνοιγμα του δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη, που πραγματοποιήθηκε μόλις στις 6/6/1944. Και αυτό, αφού είχαν προηγηθεί οι εποποιίες του Στάλινγκραντ, του Κουρσκ, κ.ά., που σήμαναν την αλλαγή του ρου του πόλεμου κατά του «Αξονα». Οι αστικές τάξεις των ΗΠΑ - Βρετανίας δικαιολογημένα φοβούνταν ότι ο Κόκκινος Στρατός μπορούσε να μπει μόνος στο Βερολίνο.
Στις 2/5/1945 η Κόκκινη Σημαία υψώθηκε στη Γερμανική Βουλή (Ράιχσταγκ). Τη νύχτα της 8-9/5 η Γερμανία συνθηκολόγησε άνευ όρων. Τέσσερις μήνες αργότερα (2/9/1945) συνθηκολόγησε και η Ιαπωνία. Οι ΗΠΑ, δίχως να το επιβάλλουν στρατιωτικοί λόγοι έριξαν την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (6 και 9/8/1945), σκορπίζοντας το θάνατο σε δεκάδες χιλιάδες αμάχους. Επρόκειτο για μια επίδειξη δύναμης, που είχε αποδέκτη, όχι βέβαια την ίδια την καθημαγμένη Ιαπωνία, αλλά τη Σοβιετική Ενωση και τις δυνάμεις του σοσιαλισμού γενικότερα, σε έναν μεταπολεμικό κόσμο υπό διαμόρφωση.
Κατοχή και αντίσταση στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η κατάκτηση και τριπλή Κατοχή (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία), βρήκε τη ντόπια αστική τάξη «τριχοτομημένη»:
Ενα μέρος της επέλεξε την ανοιχτή συνεργασία με τους κατακτητές, στελεχώνοντας τον δωσιλογικό κρατικό μηχανισμό, συνδράμοντας ποικιλοτρόπως τις δυνάμεις καταστολής, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από τη μαύρη αγορά, κ.λπ. Ενα άλλο διέφυγε στη Μέση Ανατολή μαζί με το Παλάτι, όπου παρέμεινε υπό την αιγίδα του βρετανικού ιμπεριαλισμού, σχεδιάζοντας και ενεργώντας για την επόμενη μέρα του πολέμου. Τέλος, ένα τρίτο, που έμεινε στην Ελλάδα, απείχε από τον αγώνα, προσβλέποντας καιροσκοπικά σε μελλοντικές εξελίξεις, αλλά και υποστηρίζοντας τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, που είχαν την υπόγεια υποστήριξη των Βρετανών, πέρα από την ανοιχτή των Γερμανών.
Στον αντίποδα, οι κομμουνιστές ρίχτηκαν από την πρώτη στιγμή στην οργάνωση της αντίστασης του λαού. Αμέσως μετά την έναρξη της Κατοχής, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ δημιουργήθηκε το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ - 16/8/1941) και στις 27/9/1941 το ΕΑΜ.
Στο ΕΑΜ και τις οργανώσεις του (ΕΛΑΣ, ΕΛΑΝ, ΕΠΟΝ, Εθνική Αλληλεγγύη, ΕΤΑ, ΟΠΛΑ) συσπειρώθηκε η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Το ΕΑΜ έσωσε το λαό από την πείνα. Δημιούργησε φύτρα εξουσίας στις απελευθερωμένες περιοχές (Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, Παιδεία, Δικαιοσύνη). Τροφοδότησε τη λαϊκή πολιτιστική ανάταση.
Αποτελεί ένα τεράστιο ιστορικό δίδαγμα για το παρόν και το μέλλον του επαναστατικού κινήματος. Ο χαρακτήρας του φασισμού και του πολέμου
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, όπως και ο πρώτος (1914 - 1918), γεννήθηκε από τη μήτρα του καπιταλιστικού συστήματος, ως αποτέλεσμα της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων για την αναδιανομή των σφαιρών επιρροής.
Αντιθέσεις που οξύνθηκαν ακόμα περισσότερο από τη διεθνή καπιταλιστική κρίση του 1929 - 1933, τη νέα κρίση που εκδηλώθηκε μόλις στις παραμονές του πολέμου και -βεβαίως- από την ίδια την ύπαρξη της ΕΣΣΔ (που αποτελούσε στόχο όλων εξίσου των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων - συνασπισμών). Στο πλαίσιο αυτό, η Γερμανία και η Ιαπωνία επιδίωξαν, μαζί με την Ιταλία, την ανατροπή των εις βάρος τους αποτελεσμάτων - συσχετισμών του Α' Παγκοσμίου Πολέμου.
Ο ίδιος ο φασισμός υπήρξε μια εναλλακτική λύση για τη διάσωση του καπιταλιστικού συστήματος. Και βεβαίως, δεν υπήρξε αποκλειστικά «γερμανικό» ή «ιταλικό» φαινόμενο, αλλά εμφανίστηκε, στον ένα ή τον άλλο βαθμό, σε όλες σχεδόν τις καπιταλιστικές χώρες της εποχής. Ο φασισμός στηρίχθηκε οικονομικά και πολιτικά από το μεγάλο κεφάλαιο, το οποίο με τη σειρά του αποκόμισε τεράστια κέρδη από το φασισμό. Ο βαθύτατος δε αντικομμουνισμός του, καθώς και η διακηρυγμένη επιθετικότητά του απέναντι στη Σοβιετική Ενωση, προσέλκυσε την αμέριστη οικονομική στήριξη, όχι μόνο των «εθνικών» αρχουσών τάξεων, αλλά και των διεθνών μονοπωλίων.Πράγματι, η μεγάλη οικονομική και στρατιωτική δύναμη της Γερμανίας αποκτήθηκε και χάρη στην ενίσχυση που της πρόσφεραν οι νικήτριες καπιταλιστικές δυνάμεις του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, με σκοπό να τη στρέψουν εναντίον της ΕΣΣΔ. Οικονομικοί γίγαντες των ΗΠΑ, της Γαλλίας και της Βρετανίας πρωταγωνίστησαν στην ενίσχυση της Γερμανίας, ακόμα και στη διάρκεια του πολέμου. Τη στήριξή τους στον Χίτλερ και τον Μουσολίνι, πέρα από τους επιχειρηματικούς ομίλους, πρόσφεραν επίσης η Καθολική Εκκλησία και σειρά σοσιαλδημοκρατικών, συντηρητικών, κ.ά. αστικών κομμάτων του λεγόμενου κεντρώου χώρου, ενώ μετά τον πόλεμο Γερμανοί εγκληματίες πολέμου επάνδρωσαν το ΝΑΤΟ και τις μυστικές υπηρεσίες των «δημοκρατικών» ιμπεριαλιστικών κρατών.
Η μαζική βάση, που απέκτησαν τα κόμματα του Χίτλερ και του Μουσολίνι, επιβεβαιώνει ότι η οικονομική και η γενικότερη καπιταλιστική κρίση δεν οδηγούν από μόνες τους σε ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών. Αντίθετα, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, μπορεί να οδηγήσουν σε ακόμα μεγαλύτερη υποχώρηση και στρέβλωση της ταξικής και πολιτικής συνείδησης, στην εμφάνιση μαζικών αντιδραστικών κινημάτων.
Η εξέλιξη του πολέμου
Οι πρώτες πολεμικές επιχειρήσεις άρχισαν από τις 19/9/1931, όταν η Ιαπωνία επιτέθηκε στην κινεζική επαρχία της Μαντζουρίας.
Στις 3/10/1935 η Ιταλία εισέβαλε στην Αιθιοπία. Στις 25/11/1936 η Γερμανία και η Ιαπωνία υπέγραψαν σύμφωνο αντικομμουνιστικής στρατιωτικής συνεργασίας κατά της Κομμουνιστικής Διεθνούς (το γνωστό «Αντικομιντέρν Σύμφωνο»). Στον Ισπανικό Εμφύλιο (1936 - 1939), οι «Δημοκρατίες» κράτησαν δήθεν ίσες αποστάσεις, κηρύσσοντας την ουδετερότητα, ταυτόχρονα όμως βρετανικά και αμερικανικά μονοπώλια στήριζαν αναφανδόν τους φασίστες του Φράνκο.
Στις 12/3/1938 η Γερμανία, με την ανοχή των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας, προσάρτησε την Αυστρία, ενώ ακριβώς ένα χρόνο αργότερα η Ιταλία κατέκτησε την Αλβανία. Στις 29/9/1938, οι πρωθυπουργοί της Βρετανίας και της Γαλλίας, Τσάμπερλεν και Νταλαντιέ, συνυπέγραψαν με τους Χίτλερ και Μουσολίνι το Σύμφωνο του Μονάχου, με το οποίο παραχωρούνταν στη Γερμανία το σουδητικό τμήμα της Τσεχοσλοβακίας.
Με την ανοχή έως και την απροκάλυπτη ενθάρρυνσή τους, οι «δυτικές Δημοκρατίες», άνοιγαν συνεχώς το δρόμο προς Ανατολάς, προς τη Σοβιετική Ενωση. Στη σύγκρουση Φινλανδίας - ΕΣΣΔ (30/11/1939 - 12/3/1940), Βρετανία, Γαλλία και ΗΠΑ, από κοινού με τη φασιστική Ιταλία, έσπευσαν να συνδράμουν υλικοστρατιωτικά τους πρώτους εναντίον των δεύτερων και μόνο χάρη στη νίκη του Κόκκινου Στρατού αποφεύχθηκε η ανοιχτή στρατιωτική επέμβαση. Οι αλλεπάλληλες και επίμονες ειρηνευτικές προσπάθειες της ΕΣΣΔ, για από κοινού δράση και αντιμετώπιση της επιθετικότητας του Αξονα, έπεσαν στο κενό.
Στις 1/9/1939 η Γερμανία εισέβαλε στην Πολωνία, η οποία, παρότι οι συμφωνίες αμοιβαίας βοήθειας που είχε υπογράψει με τη Βρετανία και τη Γαλλία έμειναν στα χαρτιά, αρνήθηκε κατηγορηματικά κάθε συνδρομή που της προσέφερε η Σοβιετική Ενωση.
Η ΕΣΣΔ, έχοντας σαφή αντίληψη των γαλλο-βρετανικών προθέσεων, υποχρεώθηκε τότε να υπογράψει το «γερμανοσοβιετικό σύμφωνο μη επίθεσης», γνωστό ως «Σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ» (23/8/1939).
Παρά τη λυσσαλέα -και εν πολλοίς υποκριτική- επίθεση που δέχθηκε τότε (και συνεχίζει να δέχεται μέχρι τις μέρες μας) από όλο τα φάσμα του αστικού πολιτικού κόσμου έως τους οπορτουνιστές, το Σύμφωνο αυτό ήταν το μοναδικό μέσο άμυνας που είχε απομείνει στην ΕΣΣΔ δεδομένων των συνθηκών. Εξασφάλισε δε στη χώρα 21 πολύτιμους μήνες ειρήνης, που κατόπιν αποδείχθηκαν ανεκτίμητοι στην πολεμική της προετοιμασία ενόψει της αναπόφευκτης γερμανικής επίθεσης, που πραγματοποιήθηκε τελικά στις 22/6/1941.
Στο μεταξύ, η Γερμανία επιτέθηκε κατά της Γαλλίας, την οποία και κατέλαβε σε διάστημα μόλις 6 εβδομάδων (10/5-25/6/1940), ενώ στη Βρετανία η τακτική της αστικής τάξης άλλαξε, με τον Τσόρτσιλ να αντικαθιστά τον Τσάμπερλεν στην πρωθυπουργία. Στον πόλεμο εισήλθαν αργότερα και οι ΗΠΑ, μετά την Ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ (7/12/1941).
Το «αντιφασιστικό σύμφωνο» που συνήφθη μεταξύ των Συμμάχων στις 12/6/1941 δεν άλλαξε το χαρακτήρα του πολέμου, ούτε τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστικών κρατών, που αναγκάστηκαν σε -προσωρινή τουλάχιστον- συνεργασία με τη Σοβιετική Ενωση στον τομέα των πολεμικών επιχειρήσεων. Ενδεικτικό των προθέσεών τους υπήρξε, μεταξύ άλλων, η καθυστέρηση στο άνοιγμα του δεύτερου μετώπου στην Ευρώπη, που πραγματοποιήθηκε μόλις στις 6/6/1944. Και αυτό, αφού είχαν προηγηθεί οι εποποιίες του Στάλινγκραντ, του Κουρσκ, κ.ά., που σήμαναν την αλλαγή του ρου του πόλεμου κατά του «Αξονα». Οι αστικές τάξεις των ΗΠΑ - Βρετανίας δικαιολογημένα φοβούνταν ότι ο Κόκκινος Στρατός μπορούσε να μπει μόνος στο Βερολίνο.
Στις 2/5/1945 η Κόκκινη Σημαία υψώθηκε στη Γερμανική Βουλή (Ράιχσταγκ). Τη νύχτα της 8-9/5 η Γερμανία συνθηκολόγησε άνευ όρων. Τέσσερις μήνες αργότερα (2/9/1945) συνθηκολόγησε και η Ιαπωνία. Οι ΗΠΑ, δίχως να το επιβάλλουν στρατιωτικοί λόγοι έριξαν την ατομική βόμβα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι (6 και 9/8/1945), σκορπίζοντας το θάνατο σε δεκάδες χιλιάδες αμάχους. Επρόκειτο για μια επίδειξη δύναμης, που είχε αποδέκτη, όχι βέβαια την ίδια την καθημαγμένη Ιαπωνία, αλλά τη Σοβιετική Ενωση και τις δυνάμεις του σοσιαλισμού γενικότερα, σε έναν μεταπολεμικό κόσμο υπό διαμόρφωση.
Κατοχή και αντίσταση στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, η κατάκτηση και τριπλή Κατοχή (Γερμανία, Ιταλία, Βουλγαρία), βρήκε τη ντόπια αστική τάξη «τριχοτομημένη»:
Ενα μέρος της επέλεξε την ανοιχτή συνεργασία με τους κατακτητές, στελεχώνοντας τον δωσιλογικό κρατικό μηχανισμό, συνδράμοντας ποικιλοτρόπως τις δυνάμεις καταστολής, αποκομίζοντας τεράστια κέρδη από τη μαύρη αγορά, κ.λπ. Ενα άλλο διέφυγε στη Μέση Ανατολή μαζί με το Παλάτι, όπου παρέμεινε υπό την αιγίδα του βρετανικού ιμπεριαλισμού, σχεδιάζοντας και ενεργώντας για την επόμενη μέρα του πολέμου. Τέλος, ένα τρίτο, που έμεινε στην Ελλάδα, απείχε από τον αγώνα, προσβλέποντας καιροσκοπικά σε μελλοντικές εξελίξεις, αλλά και υποστηρίζοντας τη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας, που είχαν την υπόγεια υποστήριξη των Βρετανών, πέρα από την ανοιχτή των Γερμανών.
Στον αντίποδα, οι κομμουνιστές ρίχτηκαν από την πρώτη στιγμή στην οργάνωση της αντίστασης του λαού. Αμέσως μετά την έναρξη της Κατοχής, με πρωτοβουλία του ΚΚΕ δημιουργήθηκε το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ - 16/8/1941) και στις 27/9/1941 το ΕΑΜ.
Στο ΕΑΜ και τις οργανώσεις του (ΕΛΑΣ, ΕΛΑΝ, ΕΠΟΝ, Εθνική Αλληλεγγύη, ΕΤΑ, ΟΠΛΑ) συσπειρώθηκε η μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων.
Το ΕΑΜ έσωσε το λαό από την πείνα. Δημιούργησε φύτρα εξουσίας στις απελευθερωμένες περιοχές (Λαϊκή Αυτοδιοίκηση, Παιδεία, Δικαιοσύνη). Τροφοδότησε τη λαϊκή πολιτιστική ανάταση.
Στις 10/3/1944 ορκίστηκε η Πολιτική Επιτροπή Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ), το κεντρικό πολιτικό όργανο διοίκησης των απελευθερωμένων περιοχών, ενώ μετά από εκλογές (23/4/1944), που διενεργήθηκαν σε συνθήκες Κατοχής, εκλέχτηκε το «Εθνικό Συμβούλιο» με έδρα τις Κορυσχάδες (30/4/1944).
Χάρη στη δράση του ΕΑΜ ούτε ένας εργάτης δεν στάλθηκε για δουλειά στα γερμανικά εργοστάσια, με εξαίρεση αυτούς που είχαν συλλάβει ομήρους οι Γερμανοί. Ούτε ένας δεν στάλθηκε στο Ανατολικό μέτωπο κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Στο στρατιωτικό επίπεδο, ο ΕΛΑΣ καθήλωσε 8 έως 12 εχθρικές μεραρχίες, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στη γενικότερη πολεμική προσπάθεια. Στον αγώνα αυτό, χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες έδωσαν τη ζωή τους. Η Καισαριανή, το Κούρνοβο, η Ακροναυπλία, η Κοκκινιά, το Χαϊδάρι, ο Αϊ-Στράτης άστραψαν ως τόποι θυσίας και φάροι ηρωισμού.
Ζητήματα στρατηγικής
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος όξυνε την ταξική πάλη σε μια σειρά χώρες. Ωστόσο, η στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν μπόρεσε εν τέλει να μετατρέψει τον εθνικοαπελευθερωτικό - αντιφασιστικό αγώνα σε επαναστατική πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, σε αγώνα των ΚΚ ενάντια στην αστική τάξη της χώρας τους, είτε αυτή ήταν επιτιθέμενη είτε αμυνόμενη. Μόνο στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας, με την άμεση διεθνιστική στήριξη των ντόπιων λαϊκών κινημάτων από τον Κόκκινο Στρατό.
Στρατηγική των αντιχιτλερικών αστικών δυνάμεων έναντι του ΕΑΜικού κινήματος ήταν η χειραγώγηση και τελικά το χτύπημά του, άλλοτε μέσα από τη «συνεργασία» μαζί του, άλλοτε μέσα από την ανοιχτή πολεμική, άλλοτε και με τα δύο. Η συνύπαρξη του ταξικού περιεχομένου της λαϊκής πάλης με το εθνικοαπελευθερωτικό έθετε αντικειμενικά καθήκοντα για αγώνα κατά του κατακτητή και -ταυτόχρονα- αγώνα κατά της ντόπιας αστικής τάξης, για την εργατική εξουσία.
Το ΚΚΕ, παρά τον ηρωικό αγώνα του, δεν ήταν στρατηγικά - πολιτικά προετοιμασμένο να θέσει το ζήτημα της κατάκτησης της εργατικής εξουσίας ως επιστέγασμα της αντιστασιακής πάλης και έπαθλο του λαϊκού αγώνα. Δεν μπόρεσε να διαχωρίσει τις οργανωμένες λαϊκές δυνάμεις από τους στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους των εγχώριων και ξένων «συμμαχικών» δυνάμεων. Ετσι, οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο βρετανικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (5/7/1943) και αργότερα στις Συμφωνίες του Λιβάνου (20/5/1944) και της Καζέρτας (26/9/1944). Στις συμφωνίες αυτές, το ΚΚΕ, κάτω και από την επίδραση των αντιλήψεων που επικρατούσαν συνολικά τότε στο διεθνές κίνημα, συμμετείχε στο όνομα της λεγόμενης «εθνικής ενότητας». Μιας ενότητας επίπλαστης, αφού τα «εθνικά» συμφέροντα της εργατικής τάξης και της αστικής στέκονταν διαμετρικά αντίθετα, τόσο πριν, όσο στη διάρκεια, όσο και βεβαίως μετά τη λήξη του πολέμου. Μιας ενότητας, που ουσιαστικά σήμαινε αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος και υπαγωγή στην αστική πολιτική. Ετσι, δεν αξιοποιήθηκε το γεγονός ότι ο λαός ήταν ένοπλος, ενώ είχαν διαμορφωθεί ήδη φύτρα εξουσίας, που θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν σε πυρήνες της επαναστατικής δράσης για την καθολική σύγκρουση, με στόχο την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Η διαστρέβλωση της Ιστορίας και η απάντηση της εργατικής τάξης
Αμέσως μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε μια λυσσαλέα προσπάθεια διαστρέβλωσης των αιτιών, του χαρακτήρα του, γεγονότων και προσώπων. Αυτή η προσπάθεια συστηματοποιήθηκε και εντάθηκε μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες το 1989 - 1991.
Αποσιωπούν το γεγονός ότι, τόσο ο πόλεμος, όσο και ο φασισμός είναι τέκνα της ίδιας μήτρας, του καπιταλισμού. Πως ο φασισμός δεν αποτελεί παρά μορφή άσκησης της δικτατορίας του κεφαλαίου. Ετσι, αντιμετωπίζουν το φασισμό ως «κοινωνιολογικό - ψυχολογικό» φαινόμενο, αποδίδουν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην «παράνοια» κάποιων ολίγων «μανιακών», όπως ο Χίτλερ ή ο Μουσολίνι, ενώ τον παρουσιάζουν ως σύγκρουση της «Δημοκρατίας» με τον «ολοκληρωτισμό», στον οποίο δε διστάζουν να τσουβαλιάσουν τη Σοβιετική Ενωση και τους κομμουνιστές!
Γενικά, ο ρόλος της ΕΣΣΔ και των ένοπλων λαϊκών αντιστασιακών κινημάτων, είτε υποβαθμίζεται (έως εξαφανίζεται), είτε συκοφαντείται. Ο Κόκκινος Στρατός βαφτίζεται κατακτητικός - κατοχικός και οι απανταχού συνεργάτες των ναζί ηρωοποιούνται. Η Αντίσταση χαρακτηρίζεται ως «κόκκινη τρομοκρατία» και τα Τάγματα Ασφαλείας ως «άμυνα» των «νοικοκυραίων» απέναντι «στο αιματηρό όργιο που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι Κομμουνιστές»!
Κεντρικό ρόλο στη διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης των λαών κατέχει η Ευρωπαϊκή Ενωση, που, από το 1985 κιόλας, προσπάθησε να «διαγράψει» την 9η Μάη ως μέρα της «Αντιφασιστικής Νίκης», καθιερώνοντας στη θέση της τη λεγόμενη «Ημέρα της Ευρώπης». Ακολούθησε το «Μνημόνιο για την ανάγκη διεθνούς καταδίκης των εγκλημάτων των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων» (γνωστό και ως «Αντικομμουνιστικό Μνημόνιο», 2006), ο ορισμός της 23ηςΑυγούστου (μέρα που υπεγράφη το Σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ) ως «Ευρωπαϊκής Ημέρας Μνήμης για τα θύματα του Ναζισμού και του Σταλινισμού», κ.ά.
Ωστόσο, καμιά πλαστογραφία δεν είναι ικανή να σβήσει την αλήθεια. Η παραχάραξη, διαστρέβλωση ή «αποϊδεολογικοποίηση» της Ιστορίας, η ταύτιση κομμουνισμού - φασισμού δεν αποτελούν παρά αναπόσπαστο τμήμα του αστικού ιδεολογικοπολιτικού πολέμου, που στόχο έχει τη διαμόρφωση υποταγμένων συνειδήσεων και τον παροπλισμό της εργατικής τάξης, τη συκοφάντηση της ταξικής πάλης και της προοπτικής της.
Εξήντα οκτώ χρόνια από την «Αντιφασιστική Νίκη των Λαών» τιμάμε και διδασκόμαστε από την Ιστορία μας. Η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Ο 21οςαιώνας θα είναι αιώνας νέων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, οπλισμένοι με τη δύναμη της κοσμοθεωρίας μας, αλλά και την εμπειρία του παρελθόντος, των νικών και των ηττών του κινήματος, θα τραβήξουν μπροστά τους τροχούς της κοινωνικής εξέλιξης, με μεγαλύτερη ωριμότητα και αυτοπεποίθηση από ποτέ. Εως την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, το σοσιαλισμό. Θέτοντας το φασισμό και τον πόλεμο -τον ίδιο τον καπιταλισμό- μια και για πάντα, στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
* Ο Αναστάσης Γκίκας είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
αναδημοσίευση του rizospastis
Χάρη στη δράση του ΕΑΜ ούτε ένας εργάτης δεν στάλθηκε για δουλειά στα γερμανικά εργοστάσια, με εξαίρεση αυτούς που είχαν συλλάβει ομήρους οι Γερμανοί. Ούτε ένας δεν στάλθηκε στο Ανατολικό μέτωπο κατά της Σοβιετικής Ενωσης. Στο στρατιωτικό επίπεδο, ο ΕΛΑΣ καθήλωσε 8 έως 12 εχθρικές μεραρχίες, προσφέροντας σημαντικές υπηρεσίες στη γενικότερη πολεμική προσπάθεια. Στον αγώνα αυτό, χιλιάδες κομμουνιστές και άλλοι ΕΑΜίτες έδωσαν τη ζωή τους. Η Καισαριανή, το Κούρνοβο, η Ακροναυπλία, η Κοκκινιά, το Χαϊδάρι, ο Αϊ-Στράτης άστραψαν ως τόποι θυσίας και φάροι ηρωισμού.
Ζητήματα στρατηγικής
Ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος όξυνε την ταξική πάλη σε μια σειρά χώρες. Ωστόσο, η στρατηγική του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα δεν μπόρεσε εν τέλει να μετατρέψει τον εθνικοαπελευθερωτικό - αντιφασιστικό αγώνα σε επαναστατική πάλη για την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας, σε αγώνα των ΚΚ ενάντια στην αστική τάξη της χώρας τους, είτε αυτή ήταν επιτιθέμενη είτε αμυνόμενη. Μόνο στις χώρες της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης η αντιφασιστική πάλη οδήγησε στην ανατροπή της αστικής εξουσίας, με την άμεση διεθνιστική στήριξη των ντόπιων λαϊκών κινημάτων από τον Κόκκινο Στρατό.
Στρατηγική των αντιχιτλερικών αστικών δυνάμεων έναντι του ΕΑΜικού κινήματος ήταν η χειραγώγηση και τελικά το χτύπημά του, άλλοτε μέσα από τη «συνεργασία» μαζί του, άλλοτε μέσα από την ανοιχτή πολεμική, άλλοτε και με τα δύο. Η συνύπαρξη του ταξικού περιεχομένου της λαϊκής πάλης με το εθνικοαπελευθερωτικό έθετε αντικειμενικά καθήκοντα για αγώνα κατά του κατακτητή και -ταυτόχρονα- αγώνα κατά της ντόπιας αστικής τάξης, για την εργατική εξουσία.
Το ΚΚΕ, παρά τον ηρωικό αγώνα του, δεν ήταν στρατηγικά - πολιτικά προετοιμασμένο να θέσει το ζήτημα της κατάκτησης της εργατικής εξουσίας ως επιστέγασμα της αντιστασιακής πάλης και έπαθλο του λαϊκού αγώνα. Δεν μπόρεσε να διαχωρίσει τις οργανωμένες λαϊκές δυνάμεις από τους στρατιωτικούς και πολιτικούς στόχους των εγχώριων και ξένων «συμμαχικών» δυνάμεων. Ετσι, οδηγήθηκε στην υπαγωγή του ΕΛΑΣ στο βρετανικό στρατηγείο της Μέσης Ανατολής (5/7/1943) και αργότερα στις Συμφωνίες του Λιβάνου (20/5/1944) και της Καζέρτας (26/9/1944). Στις συμφωνίες αυτές, το ΚΚΕ, κάτω και από την επίδραση των αντιλήψεων που επικρατούσαν συνολικά τότε στο διεθνές κίνημα, συμμετείχε στο όνομα της λεγόμενης «εθνικής ενότητας». Μιας ενότητας επίπλαστης, αφού τα «εθνικά» συμφέροντα της εργατικής τάξης και της αστικής στέκονταν διαμετρικά αντίθετα, τόσο πριν, όσο στη διάρκεια, όσο και βεβαίως μετά τη λήξη του πολέμου. Μιας ενότητας, που ουσιαστικά σήμαινε αφοπλισμό του λαϊκού κινήματος και υπαγωγή στην αστική πολιτική. Ετσι, δεν αξιοποιήθηκε το γεγονός ότι ο λαός ήταν ένοπλος, ενώ είχαν διαμορφωθεί ήδη φύτρα εξουσίας, που θα μπορούσαν να μετεξελιχθούν σε πυρήνες της επαναστατικής δράσης για την καθολική σύγκρουση, με στόχο την κατάκτηση της εργατικής εξουσίας.
Η διαστρέβλωση της Ιστορίας και η απάντηση της εργατικής τάξης
Αμέσως μετά τη λήξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου ξεκίνησε μια λυσσαλέα προσπάθεια διαστρέβλωσης των αιτιών, του χαρακτήρα του, γεγονότων και προσώπων. Αυτή η προσπάθεια συστηματοποιήθηκε και εντάθηκε μετά τη νίκη της αντεπανάστασης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες το 1989 - 1991.
Αποσιωπούν το γεγονός ότι, τόσο ο πόλεμος, όσο και ο φασισμός είναι τέκνα της ίδιας μήτρας, του καπιταλισμού. Πως ο φασισμός δεν αποτελεί παρά μορφή άσκησης της δικτατορίας του κεφαλαίου. Ετσι, αντιμετωπίζουν το φασισμό ως «κοινωνιολογικό - ψυχολογικό» φαινόμενο, αποδίδουν τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο στην «παράνοια» κάποιων ολίγων «μανιακών», όπως ο Χίτλερ ή ο Μουσολίνι, ενώ τον παρουσιάζουν ως σύγκρουση της «Δημοκρατίας» με τον «ολοκληρωτισμό», στον οποίο δε διστάζουν να τσουβαλιάσουν τη Σοβιετική Ενωση και τους κομμουνιστές!
Γενικά, ο ρόλος της ΕΣΣΔ και των ένοπλων λαϊκών αντιστασιακών κινημάτων, είτε υποβαθμίζεται (έως εξαφανίζεται), είτε συκοφαντείται. Ο Κόκκινος Στρατός βαφτίζεται κατακτητικός - κατοχικός και οι απανταχού συνεργάτες των ναζί ηρωοποιούνται. Η Αντίσταση χαρακτηρίζεται ως «κόκκινη τρομοκρατία» και τα Τάγματα Ασφαλείας ως «άμυνα» των «νοικοκυραίων» απέναντι «στο αιματηρό όργιο που εξαπέλυσαν εναντίον τους οι Κομμουνιστές»!
Κεντρικό ρόλο στη διαστρέβλωση της ιστορικής μνήμης των λαών κατέχει η Ευρωπαϊκή Ενωση, που, από το 1985 κιόλας, προσπάθησε να «διαγράψει» την 9η Μάη ως μέρα της «Αντιφασιστικής Νίκης», καθιερώνοντας στη θέση της τη λεγόμενη «Ημέρα της Ευρώπης». Ακολούθησε το «Μνημόνιο για την ανάγκη διεθνούς καταδίκης των εγκλημάτων των ολοκληρωτικών κομμουνιστικών καθεστώτων» (γνωστό και ως «Αντικομμουνιστικό Μνημόνιο», 2006), ο ορισμός της 23ηςΑυγούστου (μέρα που υπεγράφη το Σύμφωνο Μολότοφ - Ρίμπεντροπ) ως «Ευρωπαϊκής Ημέρας Μνήμης για τα θύματα του Ναζισμού και του Σταλινισμού», κ.ά.
Ωστόσο, καμιά πλαστογραφία δεν είναι ικανή να σβήσει την αλήθεια. Η παραχάραξη, διαστρέβλωση ή «αποϊδεολογικοποίηση» της Ιστορίας, η ταύτιση κομμουνισμού - φασισμού δεν αποτελούν παρά αναπόσπαστο τμήμα του αστικού ιδεολογικοπολιτικού πολέμου, που στόχο έχει τη διαμόρφωση υποταγμένων συνειδήσεων και τον παροπλισμό της εργατικής τάξης, τη συκοφάντηση της ταξικής πάλης και της προοπτικής της.
Εξήντα οκτώ χρόνια από την «Αντιφασιστική Νίκη των Λαών» τιμάμε και διδασκόμαστε από την Ιστορία μας. Η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Ο 21οςαιώνας θα είναι αιώνας νέων σοσιαλιστικών επαναστάσεων. Η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της, οπλισμένοι με τη δύναμη της κοσμοθεωρίας μας, αλλά και την εμπειρία του παρελθόντος, των νικών και των ηττών του κινήματος, θα τραβήξουν μπροστά τους τροχούς της κοινωνικής εξέλιξης, με μεγαλύτερη ωριμότητα και αυτοπεποίθηση από ποτέ. Εως την κατάκτηση της πολιτικής εξουσίας, την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, το σοσιαλισμό. Θέτοντας το φασισμό και τον πόλεμο -τον ίδιο τον καπιταλισμό- μια και για πάντα, στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας.
Του
Αναστάση ΓΚΙΚΑ*
* Ο Αναστάσης Γκίκας είναι συνεργάτης του Τμήματος Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ
αναδημοσίευση του rizospastis