Εθνική κυριαρχία και γερμανικές αποζημιώσεις

Σάββατο, 08/09/2018 - 17:00

«Ο λαός που τσακίζεται από την υπέρμετρη βία για μία στιγμή, δεν είναι ακόμη σκλάβος.
Σκλάβος γίνεται από τη στιγμή που ψυχικά δέχεται τη σκλαβιά. […]
Οχι! Κανένα είδος συμβιβασμό, κανένα είδος μοιρολατρία δεν αποδέχεται ο λαός ο ελληνικός»
(Δημήτρης Γληνός, «Τι είναι και τι θέλει το ΕΑΜ», 1942).

Πολύς λόγος γίνεται για την «έξοδο από τα μνημόνια» έπειτα από μια περίοδο πολιτικής και κοινωνικής βαρβαρότητας οκτώ και πλέον ετών. Μια περίοδο που άφησε βαθιές τις πληγές της στο σώμα της Ελλάδας: απώλεια 25% του ΑΕΠ, γιγάντωση της φτώχειας και των ανισοτήτων, ραγδαία επιδείνωση της υγείας των Ελλήνων, μαζική φυγή στο εξωτερικό του ανθού της νεολαίας μας.

Θα ήταν, συνεπώς, εύλογο να υπάρξουν αυθόρμητοι λαϊκοί πανηγυρισμοί την 21η Αυγούστου.

Οσο, όμως, κι αν η κυβέρνηση επιχείρησε να διαμορφώσει εορταστικό κλίμα, λαϊκοί πανηγυρισμοί δεν υπήρξαν. Οχι μόνο γιατί το κλίμα είναι βαρύ, ένα μήνα μετά την τραγωδία στο Μάτι αλλά, κυρίως, διότι ο λαός δεν έχει πιστέψει το αφήγημα της «εξόδου από τα μνημόνια» και των «καλύτερων ημερών που έρχονται».

Και πώς, άραγε, να πιστέψει κανείς ότι τέλειωσε το μαρτύριο των μνημονίων, όταν τα δεδομένα είναι αδυσώπητα: η «αυστηρή επιτήρηση» θα διαρκέσει έως την αποπληρωμή του 75% των δανείων, τα συμφωνημένα τεράστια πρωτογενή πλεονάσματα θα συνεχίσουν να αφυδατώνουν την πραγματική οικονομία και τα εισοδήματα των πολιτών, ενώ τα εναπομείναντα δημόσια αγαθά «πρέπει» να ιδιωτικοποιηθούν στο σύνολό τους και το κοινωνικό κράτος να συρρικνωθεί περαιτέρω.

Πάνω στα κοινωνικά αποκαΐδια των μνημονίων ο λαός και, ιδίως, οι νεότερες γενιές καλούνται να πληρώσουν τον λογαριασμό των καταστροφικών επιλογών της πολιτικής ελίτ και να χτίσουν μια νέα Ελλάδα.

Ομως το δίλημμα είναι ξεκάθαρο και επιτακτικό: η νέα Ελλάδα θα είναι της δημιουργίας, της αλληλεγγύης, της δημοκρατίας; Θα χτισθεί σε σταθερά θεμέλια εθνικής ανεξαρτησίας, παραγωγικής ανασυγκρότησης και κοινωνικής δικαιοσύνης; Ή θα υποταχθεί οριστικά στους σχεδιασμούς του ξένου παράγοντα;

Θα οικοδομηθεί ένα σύγχρονο παραγωγικό και κοινωνικό μοντέλο με βάση τις λαϊκές και εθνικές ανάγκες και προτεραιότητες ή θα ακολουθήσουμε πιστά τις συνταγές του ΔΝΤ, μετατρέποντας τη χώρα μας σε μπανανία;

Χωρίς υπερβολή, η υπόθεση των γερμανικών οφειλών αποτελεί βαρόμετρο για την πορεία της χώρας.

Πρώτον, γιατί αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα άσκησης εθνικής κυριαρχίας.

Δεύτερον, διότι είναι ζήτημα δημοκρατίας και λαϊκής κυριαρχίας: μήνυμα αντιφασιστικό, απόκρουσης του ναζισμού, που τολμά να ξανασηκώσει κεφάλι στην Ελλάδα, τη Γερμανία και σ’ όλη την Ευρώπη, αλλά και σεβασμού του λαού, που στηρίζει ομόψυχα τη διεκδίκηση.

Τρίτον, διότι η απόδοση δικαιοσύνης αποτελεί προϋπόθεση ειλικρινούς συμφιλίωσης και συνεργασίας των δύο χωρών, στη βάση της ισοτιμίας και του σεβασμού της Ιστορίας και του διεθνούς δικαίου. Μακριά και πέρα από τις νεοαποικιοκρατικές γερμανικές μεθοδεύσεις ψευδεπίγραφης «συμφιλίωσης».

Την περίοδο μετά την Κατοχή, αν και ουδέποτε υπήρξε παραίτηση της Ελλάδας από τις απαράγραπτες αξιώσεις της, εντούτοις το εγχώριο πολιτικό προσωπικό, εξαρτημένο ον από τη Γερμανία και τις ΗΠΑ, δεν διεκδίκησε σθεναρά τις γερμανικές οφειλές. Η πιο σημαντική εξαίρεση ήταν η επίδοση ρηματικής διακοίνωσης από την κυβέρνηση Ανδρέα Παπανδρέου στις 14.11.1995.

Ωστόσο, με τον αγώνα του Μανώλη Γλέζου, των αείμνηστων Γιάννη Σταμούλη, Ευάγγελου Μαχαίρα και συνολικά του Εθνικού Συμβουλίου, το ζήτημα παρέμεινε ανοικτό και με την έλευση των μνημονίων επανήλθε ορμητικά στο επίκεντρο.

Υπό τη λαϊκή πίεση και παρά τον ασφυκτικό κλοιό των δανειστών έγιναν κάποια μικρά, έστω, αλλά θετικά βήματα από τις ελληνικές κυβερνήσεις: η Ελλάδα παρενέβη (ως μη διάδικο μέρος) στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης στη δίκη για την υπόθεση του Διστόμου (Σεπτέμβριος 2011), τεκμηριώθηκαν εκ νέου και προσδιορίστηκαν οι ελληνικές αξιώσεις από το Γενικό Λογιστήριο (2012-2014), συγκροτήθηκε Διακομματική Κοινοβουλευτική Επιτροπή για τις Γερμανικές Οφειλές (2014) η οποία κατέληξε, τελικά, σε Εκθεση (Ιούλιος 2016), ενώ στα τέλη της ίδιας χρονιάς καταργήθηκε το δικαστικό ένσημο για τις αναγνωριστικές αγωγές αποζημίωσης των θυμάτων των κατοχικών δυνάμεων (μία αντισυνταγματική ρύθμιση που είχε επιβληθεί με το δεύτερο μνημόνιο). Εκτοτε ουδέν!

Ο φόβος για «γερμανικά αντίποινα» μετέθεσε (;) τις αναγκαίες ενέργειες διεκδίκησης μετά την 20ή Αυγούστου.

Η ώρα της διεκδίκησης έχει προ πολλού σημάνει! Σε αντίθεση με τον φόβο ή, έστω, την αμφιθυμία του πολιτικού προσωπικού απέναντι στις γερμανικές αποζημιώσεις, οι πολίτες συμμετέχουν μαζικά και ενθουσιωδώς στις εκδηλώσεις μνήμης σε ολόκληρη τη χώρα, αξιώνοντας τη δικαίωση της Αντίστασης και της θυσίας της Ελλάδας.

Αν η κυβέρνηση θέλει, πράγματι, να αποτινάξει τα δεσμά των μνημονίων, δεν υπάρχει καλύτερο πρώτο βήμα από την αποφασιστική διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών.

Οπλα υπάρχουν πολλά: νέα ρηματική διακοίνωση, εκτέλεση των αμετάκλητων αποφάσεων της Ελληνικής Δικαιοσύνης (Δίστομο, Αίγιο, Ρέθυμνο), αξιοποίηση της Εκθεσης της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής για τη διεθνοποίηση του ζητήματος. Η πολιτική βούληση είναι το ζητούμενο!

Το αποτύπωμα της ναζιστικής κτηνωδίας στην Ελλάδα έμεινε χαραγμένο στους εκατοντάδες χιλιάδες τάφους των θυμάτων, στα πρόωρα γηρασμένα πρόσωπα των επιζώντων, στα μαύρα ρούχα των γυναικών, στα καμένα χωριά. Στις ίδιες τις τρομερές επιγραφές που άφησαν οι κατακτητές.

Σφράγισε ανεξίτηλα τη ζωή των Ελλήνων και ιδίως των παιδιών, που γνώρισαν τη σκληρότητα από τα πιο τρυφερά τους χρόνια. Υπονόμευσε βίαια την πορεία της Ελλάδας.

Σε λίγες μέρες, στη Βιάννο, στο 3ο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Ολοκαυτώματα και τις Γερμανικές Αποζημιώσεις, Ελληνες και Γερμανοί, θα θέσουμε την κυβέρνηση, τη Βουλή και συνολικά το πολιτικό σύστημα προ των ευθυνών τους. Ανυποχώρητος αγώνας για δικαιοσύνη και αποζημίωση!

*Διδάσκων στο ΕΑΠ, συγγραματέας του Εθνικού Συμβουλίου Διεκδίκησης των Οφειλών της Γερμανίας προς την Ελλάδα


Αναδημοσίευση από :// efsyn /

ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ: ΓΙΑΤΙ;

Παρασκευή, 29/07/2016 - 21:00
BREXIT ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΡΡΕΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗΣ ΕΝΩΣΗΣ
του ΣΑΜΙΡ ΑΜΙΝ*

Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας, όπως και η κριτική ενάντια σε αυτή, οδηγεί σε σοβαρές παρεξηγήσεις όταν αποσπάται από τηστρατηγική των κοινωνικών τάξεων στην οποία η εθνική κυριαρχία αποτελεί αναπόσπαστο μέρος. Το κοινωνικό μπλοκ στις καπιταλιστικές κοινωνίες θεωρεί την εθνική κυριαρχία ως ένα απαραίτητο μέσο για την προώθηση των δικών του συμφερόντων με βάση τόσο την καπιταλιστική εκμετάλλευση της εργασίας όσο και την εδραίωση των διεθνών του σχέσεων.

Σήμερα, στο παγκοσμιοποιημένο νεοφιλελεύθερο σύστημα που κυριαρχείται από τα μονοπώλια της ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Ευρώπη, Ιαπωνία), οι πολιτικές αρχές που είναι επιφορτισμένες με τη διαχείριση του συστήματος προς αποκλειστικό όφελος των μονοπωλίων, θεωρούν την εθνική κυριαρχία ως το μέσο που τους επιτρέπει να βελτιώσουν την «ανταγωνιστική» τους θέση στο παγκόσμιο σύστημα.

Τα οικονομικά και κοινωνικά μέσα του Κράτους (υπακοή των εργαζόμενων στις απαιτήσεις του εργοδότη, οργάνωση της ανεργίας και της εργασιακής ανασφάλειας, κατακερματισμός της αγοράς εργασίας) και οι πολιτικές παρεμβάσεις (συμπεριλαμβανομένων των στρατιωτικών επεμβάσεων) συνδέονται και συνδυάζονται για την επίτευξη ενός και μοναδικού στόχου: τη μεγιστοποίηση των εσόδων με την προστασία των «εθνών».

Ο νεο-φιλελεύθερος ιδεολογικός λόγος υποστηρίζει τη δημιουργία μιας τάξης που βασίζεται αποκλειστικά στην γενικευμένη ελεύθερη αγορά, όπου οι μηχανισμοί θα είναι αυτορρυθμιζόμενοι και θα παράγουν το κοινωνικά βέλτιστο (κάτι το οποίο είναι προφανώς ψευδές), υπό την προϋπόθεση ότι ο ανταγωνισμός είναι ελεύθερος και διαφανής (δηλαδή κάτι που δεν είναι και δεν μπορεί να είναι στην εποχή των μονοπωλίων), και ισχυρίζεται ότι το κράτος δεν έχει κανένα ρόλο παρά να εγγυάται τηλειτουργία του εν λόγω ανταγωνισμού (που είναι σε αντίθεση με αυτό που υποστηρίζει: απαιτεί τηνενεργό παρέμβαση του κράτους υπέρ του, άρα ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια πολιτική του κράτους). Αυτή η έκφραση της ιδεολογίας του «νεοφιλελεύθερου ιού»- απαγορεύει την κατανόηση της πραγματικής λειτουργίας του συστήματος, όπως είναι οι λειτουργίες που το κράτος και η εθνική κυριαρχία εκπληρώνουν.

Οι ΗΠΑ αποτελούν το παράδειγμα μιας πρακτικής εφαρμογής της «αστικής» έννοιας της εθνικής κυριαρχίας, δηλαδή μία κυριαρχία που βρίσκεται στην υπηρεσία του κεφαλαίου των χρηματιστικώνμονοπωλίων. Το «εθνικό» δικαίωμα ωφελεί τις Ηνωμένες Πολιτείες επιβεβαιώνοντας την υπεροχή του «διεθνούς δικαίου». Το ίδιο δικαίωμα ίσχυε στις ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης του δέκατου ένατου και εικοστού αιώνα.

Έχουν αλλάξει τα πράγματα με την οικοδόμηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Ο ευρωπαϊκός λόγος εντάσσει, μέσω της υποταγής, την εθνική κυριαρχία στο "ευρωπαϊκό δίκαιο", κάτι που εκφράζεται μέσα από τις αποφάσεις των οργάνων των Βρυξελλών και της ΕΚΤ, σύμφωνα με τις Συνθήκες τουΜάαστριχτ και της Λισσαβόνας. Η ελευθερία της επιλογής των ψηφοφόρων περιορίζεται από τηνυπερεθνική ύπαρξη που είναι σύμφωνη με τις επιταγές του νεο-φιλελευθερισμού. Όπως δήλωσε ηΜέρκελ: «Αυτή η επιλογή πρέπει να είναι συμβατή με τις απαιτήσεις της αγοράς» πέρα από αυτή χάνει τη νομιμότητά της. Ωστόσο, σε αντίστιξη με αυτό το λόγο, η Γερμανία υποστηρίζει με πολιτικές πράξεις την εθνική της κυριαρχία και επιδιώκει να υποτάξει τους Ευρωπαίους εταίρους της στις απαιτήσεις της. Η Γερμανία έχει χρησιμοποιήσει τον ευρωπαϊκό νεο-φιλελευθερισμό για να καθιερώσει την ηγεμονία της, ιδιαίτερα στη ζώνη του ευρώ. Η Μεγάλη Βρετανία – με την επιλογή του Brexit – επέλεξε με τη σειρά της να εφαρμόσει τα οφέλη της άσκησης της δικής της εθνικής κυριαρχίας.

Μπορεί να γίνει αντιληπτό ότι ο «εθνικιστικός λόγος» και ο απεριόριστος θαυμασμός του για τις αρετές της εθνικής κυριαρχίας, όταν γίνεται κατανοητός με αυτό τον τρόπο (αστικο-καπιταλιστικής κυριαρχίας) χωρίς να αναφέρεται το ταξικό περιεχόμενο το οποίο εξυπηρετεί, υπήρξε πάντα αντικείμενο επιφυλάξεων, για να το θέσω ήπια, των ρευμάτων του αριστερού-lato sensu, δηλαδή, όλων εκείνων που επιθυμούν να υπερασπιστούν τα συμφέροντα της εργατικής τάξης.

Ωστόσο, θα πρέπει να μειωθεί η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας μόνο με τους όρους του «αστικού εθνικισμού». Η υπεράσπιση αυτή ωστόσο είναι απαραίτητη για την εξυπηρέτηση άλλων κοινωνικών συμφερόντων πέραν αυτών του επικρατούντος καπιταλιστικού μπλοκ. Θα πρέπει, λοιπόν, να συνδέεται στενά με την στρατηγική εξόδου από τον καπιταλισμό και δέσμευσης προς τον μακρύ δρόμο προς τον σοσιαλισμό.

Αποτελεί αναπόφευκτη προϋπόθεση της πιθανής προόδου προς την κατεύθυνση αυτή. Ο λόγος είναι ότι η πραγματική αιτία του παγκόσμιου φιλελευθερισμού δεν θα είναι παρά το προϊόν άνισης προόδουμιας χώρας σε βάρος μιας άλλης από τη μια στιγμή στην άλλη. Το παγκόσμιο σύστημα (και το Ευρωπαϊκό υποσύστημα) ουδέποτε έχει μεταμορφωθεί «από τα πάνω», μέσω των συλλογικών αποφάσεων της «διεθνούς κοινότητας» (ή της «ευρωπαϊκής»). Οι εξελίξεις των συστημάτων αυτών δεν υπήρξαν ποτέ παρά το αποτέλεσμα αλλαγών που συμβαίνουν στα κράτη που τα συνθέτουν και αφορούν την εξέλιξη των σχέσεων εξουσίας μεταξύ τους. Το πλαίσιο που ορίζεται από το κράτος(«έθνος») παραμένει εκείνο στο οποίο ξεδιπλώνονται με αποφασιστικό τρόπο οι αγώνες που μεταμορφώνουν τον κόσμο.

Οι λαοί των περιφερειών του παγκόσμιου συστήματος, που είναι πολωτικό από τη φύση του, έχουν μακρά εμπειρία αυτού του θετικού εθνικισμού, δηλαδή του αντι-ιμπεριαλιστικού (που εκφράζει την άρνηση από την παγκόσμια τάξη) και δυνητικά αντι-καπιταλιστικού. Το λέω αυτό μόνο επειδή ενδεχομένως, ο εθνικισμός μπορεί επίσης να μεταφέρει την ψευδαίσθηση της οικοδόμησης ενόςεθνικού καπιταλισμού που καταφέρνει να «καλύψει» τις εθνικές δομές των κυρίαρχων κέντρων. Ο εθνικισμός των λαών της περιφέρειας δεν είναι προοδευτικός παρά μόνο υπό την προϋπόθεση ότι είναι αντι-ιμπεριαλιστικός, και στις μέρες μας, σε ρήξη με τον παγκοσμιοποιημένο νέο-φιλελευθερισμό. Σε αντίστιξη ένας «εθνικισμός» (τότε μόνο φαινομενικός) που ταιριάζει στον παγκοσμιοποιημένο νεο-φιλελευθερισμό, και ως εκ τούτου δεν επηρεάζει την υποδεέστερη θέση του έθνους στο σύστημα, γίνεται το όργανο των τοπικών κυρίαρχων τάξεων που είναι πρόθυμες να συμμετάσχουν στην εκμετάλλευση του λαού τους και ενδεχομένως θα αποτελέσουν τους περιφερειακούς εταίρους οι οποίοι και θα δράσουν ως ένας «υπο-ιμπεριαλισμός».

Σήμερα οι κινήσεις – έντονες ή περιορισμένες – που δίνουν τη δυνατότητα εξόδου από τον νεο-φιλελευθερισμό είναι αναγκαίες και δυνατές σε όλα τα μέρη του κόσμου, Βορρά και Νότου. Η κρίση του καπιταλισμού δημιούργησε ένα γόνιμο έδαφος για την ωρίμανση των επαναστατικών συνθηκών. Εκφράζω αυτή την αντικειμενική ύπαρξη, αναγκαία και δυνατή μέσα σε μια σύντομη φράση: «έξοδος από την κρίση του καπιταλισμού ή έξω από τον καπιταλισμό σε κρίση;» (Ο τίτλος ενός από τα τελευταία βιβλία μου). Η έξοδος από την κρίση δεν είναι δικό μας πρόβλημα αλλά των κυριαρχούντων καπιταλιστών. Εάν θα την ξεπεράσουν (που κατά τη γνώμη μου δεν ασχολούνται με τρόπους που θα τους το επιτρέψουν) ή όχι, δεν είναι δικό μας πρόβλημα. Τι έχουμε να κερδίσουμε από το συνεταιρισμό με τους αντιπάλους μας από την αναβίωση του χρεοκοπημένου νεο-φιλελευθερισμού; Αυτή η κρίση αντίθετα δημιουργεί ευκαιρίες, μεγάλες ή λιγότερο μεγάλες, με την προϋπόθεση ότι τα κινήματα που αγωνίζονται υιοθετούν στρατηγικές που έχουν συγκεκριμένο στόχο. Η επιβεβαίωση της εθνικής κυριαρχίας στη συνέχεια επιβάλλεται για να ενεργοποιήσει αυτές τις έντονα άνισες πράξεις από τη μία χώρα στην άλλη, αλλά πάντα σε σύγκρουση με τη λογική του νεο-φιλελευθερισμού. Το λαϊκό κυρίαρχο εθνικό και δημοκρατικό έργο που προτείνεται από αυτό το άρθρο έχει σχεδιαστεί με αυτό το πνεύμα. Η έννοια της κυριαρχίας που αναφέρεται στο παρόν άρθρο δεν είναι εκείνη της αστικο-καπιταλιστικής κυριαρχίας αλλά διαφέρει και πρέπει να πληροί τις προϋποθέσεις της λαϊκής κυριαρχίας.

Το αμάλγαμα μεταξύ αυτών των δύο αντιφατικών εννοιών και ως εκ τούτου η ταχεία απόρριψη κάθε «εθνικισμού», χωρίς να προσδιορισθεί ο εθνικισμός με μεγαλύτερη ακρίβεια, καταστρέφει κάθε πιθανότητα εξόδου από τον νεο-φιλελευθερισμό. Δυστυχώς, στην Ευρώπη - και όχι μόνο - η σύγχρονη αριστερά ασχολείται με αγώνες που συχνά χρησιμοποιούν αυτό το αμάλγαμα.

Η υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας δεν σημαίνει απλά μία άλλη «πολυπολική παγκοσμιοποίηση» (σε αντίστιξη με το ήδη υπάρχον μοντέλο παγκοσμιοποίησης), που βασίζεται στην ιδέα ότι η διεθνής τάξη θα πρέπει να αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης μεταξύ κυρίαρχων εθνικών εταίρων,ίσων δικαιωμάτων, και να μην επιβάλλεται μονομερώς από την ισχυρή - ιμπεριαλιστική τριάδα, με ηγέτη τις Ηνωμένες Πολιτείες – όπως συμβαίνει στο νεο-φιλελευθερισμό.

Πρέπει επίσης να απαντήσουμε στο ερώτημα: ένα πολυπολικό κόσμο να κάνει τι; Επειδή μπορεί να θεωρηθεί ότι εξακολουθεί να διέπεται από τον ανταγωνισμό μεταξύ των συστημάτων που αποδέχονται τον νέο-φιλελευθερισμό ή, σε αντίθεση, ως ένα περιθώριο διαφυγής για τους λαούς που θέλουν να βγουν από τον νέο-φιλελευθερισμό. Ως εκ τούτου, θα πρέπει να προσδιορισθεί η φύση του στόχουπου επιδιώκεται με το προτεινόμενο πολυπολικό σύστημα.

Όπως συμβαίνει πάντα στην ιστορία, ένα εθνικό σχέδιο μπορεί να είναι υβριδικό, να έχει αντιφάσεις μεταξύ των τάσεων που αναπτύσσονται εντός του, κάποιες από αυτές να είναι υπέρ μιας καπιταλιστικής οικοδόμησης του έθνους και άλλες να έχουν άλλους στόχους οι οποίοι να διέπονται από προοδευτικό κοινωνικό περιεχόμενο. Το εθνικό έργο της Κίνας αποτελεί ένα καλό παράδειγμα, τα ημιεθνικά προγράμματα της Ινδίας και της Βραζιλίας ένα άλλο.

Η ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΑΠΕΤΥΧΕ;

Αν και η κατάρρευση του ευρωπαϊκού σχεδίου (και ειδικότερα του υποσυστήματος του ευρώ) βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη εδώ και χρόνια (βλ. Σαμίρ Αμίν, η κατάρρευση του σύγχρονου καπιταλισμού), τοBrexit αποτελεί απόδειξη μίας μεγάλης διαμαρτυρίας.

Το ευρωπαϊκό σχέδιο σχεδιάστηκε ήδη από την αρχή του, το 1957, ως το μέσο των καπιταλιστικών μονοπωλίων των εταίρων – ειδικότερα της Γαλλίας και της Γερμανίας - με την υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, για να εκτονώσει τον κίνδυνο σοσιαλιστικής ολίσθησης είτε αυτή θα ήταν ριζοσπαστικής είτε μετριοπαθούς μορφής. Η Συνθήκη της Ρώμης, η οποία διαφύλασσε την ιερότητα της ιδιωτικής περιουσίας, έθεσε εκτός νόμου οποιαδήποτε σοσιαλιστική φιλοδοξία, όπως ειπώθηκε την εποχή του Ζισκάρ ντ' Εστέν.

Στη συνέχεια και σταδιακά αυτός ο χαρακτήρας ενισχύθηκε από την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, μία ολοκλήρωση μπετόν αρμέ, με τις συνθήκες του Μάαστριχτ και της Λισσαβόνας. Το ενορχηστρωμένο επιχείρημα της προπαγάνδας για την αποδοχή του σχεδίου ήταν ότι καταργήθηκε τελικά η εθνική κυριαρχία των κρατών της Ένωσης, αυτές οι κυριαρχίες (στην αστική/ ιμπεριαλιστική τους μορφή) που υπήρξαν η απαρχή των πρωτοφανών σφαγών των δύο παγκοσμίων πολέμων του εικοστού αιώνα.

Ως εκ τούτου, το έργο βρήκε θετική ανταπόκριση στις νεότερες γενιές, δημιουργώντας αυταπάτες για μία δημοκρατική και ειρηνιστική ευρωπαϊκή κυριαρχία, η οποία ανέλαβε την πρωτοκαθεδρία από τις πολεμικές εθνικές κυριαρχίες του παρελθόντος. Στην πραγματικότητα, η κυριαρχία των κρατών ποτέ δεν καταργήθηκε, αλλά κινητοποιήθηκε για να δεχθεί τον νεο-φιλελευθερισμό, έγινε το απαραίτητο πλαίσιο για τη διασφάλιση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής διαχείρισης των χρηματιστικών μονοπωλίων.

Το ευρωπαϊκό σχέδιο βασίζεται στην απόλυτη άρνηση της δημοκρατίας (κατανοητής ως άσκησης επιλογής μεταξύ εναλλακτικών κοινωνικών προγραμμάτων) που εκτείνεται πολύ πιο πέρα από το «έλλειμμα δημοκρατίας» που προκαλείται από τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Έχει δώσει επανειλημμένες αποδείξεις και έχει de facto εκμηδενίσει την αξιοπιστία των εκλογών τα αποτελέσματα των οποίων δεν είναι νόμιμα παρά μόνο εφόσον συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις του νεο-φιλελευθερισμού.

Η Γερμανία είχε τη δυνατότητα, στο πλαίσιο αυτού του ευρωπαϊκού οικοδομήματος, να διεκδικήσει τηνηγεμονία. Με αυτό τον τρόπο, η γερμανική κυριαρχία (αστική / καπιταλιστική) δημιουργήθηκε ως τουποκατάστατο μιας ανύπαρκτης ευρωπαϊκής κυριαρχίας. Οι ευρωπαίοι εταίροι καλούνται να ευθυγραμμιστούν με τις απαιτήσεις αυτής της κυριαρχίας που είναι ανώτερη των άλλων.

Η Ευρώπη έχει γίνει γερμανική Ευρώπη, ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη όπου το Βερολίνο διαχειρίζεται το νόμισμα σε όφελος των γερμανικών Konzern. Σημαντικοί πολιτικοί όπως είναι ο υπουργός Οικονομικών Σόιμπλε, επιδίδονται σε μόνιμους εκβιασμούς και απειλούν τους Ευρωπαίους εταίρους για «έξοδο της Γερμανίας» (Gexit) σε περίπτωση που τεθεί υπό αμφισβήτηση η ηγεμονία του Βερολίνου.

Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγουμε προκύπτει από τα γεγονότα: το γερμανικό μοντέλο δηλητηριάζει την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας. Ο νεο-φιλελευθερισμός είναι η πηγή της επίμονης στασιμότητας της ηπείρου, σε συνδυασμό με τις συνεχιζόμενες πολιτικές λιτότητας.

Ο νεο-φιλελευθερισμός είναι ένα παράλογο σύστημα όσον αφορά την προοπτική της προστασίας των συμφερόντων των λαϊκών πλειοψηφιών όλων των χωρών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης της Γερμανίας, όπως και στην προοπτική της μακροπρόθεσμης υπεράσπισης των οικολογικών συνθηκών αναπαραγωγής της οικονομικής και κοινωνικής ζωής.

Επιπλέον, ο νεο-φιλελευθερισμός οδηγεί σε ατελείωτη επιδείνωση της ανισότητας μεταξύ των εταίρων, είναι η αιτία των εμπορικών πλεονασμάτων της Γερμανίας και των αντίστοιχων ελλειμμάτων των άλλων. Αλλά ο νεο-φιλελευθερισμός αποτελεί μια απόλυτα λογική επιλογή για τα οικονομικά μονοπώλια που εξασφαλίζουν, κατ’ αυτό τον τρόπο, τη συνεχή ανάπτυξη των εισοδημάτων τους.

Το σύστημα αυτό δεν είναι βιώσιμο. Όχι επειδή αντιμετωπίζει την αυξανόμενη αντίσταση των θυμάτων του (αναποτελεσματική έως σήμερα), αλλά λόγω της δικής του εσωτερικής αντίφασης: η αύξηση των προσόδων των μονοπωλίων επιβάλλει τη στασιμότητα και τη διαρκή επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης των εύθραυστων εταίρων (Ελλάδα και άλλοι).

Ο καπετάνιος, ο οποίος είναι στο τιμόνι οδηγεί το ευρωπαϊκό πλοίο κατευθείαν σε υφάλους. Οι επιβάτες εκλιπαρούν να αλλάξει πορεία, φευ, χωρίς αποτέλεσμα. Ο καπετάνιος, που προστατεύεται από μία ομάδα πραιτοριανών (Βρυξέλλες, ΕΚΤ) παραμένει άτρωτος. Μένει μόνο να ρίξει τις βάρκες στη θάλασσα. Είναι σίγουρα επικίνδυνο, αλλά είναι λιγότερο επικίνδυνο από ό,τι το ναυάγιο που διαφαίνεται στον ορίζοντα.

Η παραπάνω εικόνα βοηθά στο να κατανοήσουμε τη φύση των δύο επιλογών, μεταξύ των οποίων οι επικριτές του ευρωπαϊκού συστήματος διστάζουν να επιλέξουν. Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να παραμείνουν στο σκάφος, να εξελίξουν το Ευρωπαϊκό οικοδόμημα σε νέες κατευθύνσεις που να σέβονται τα συμφέροντα της λαϊκής πλειοψηφίας. Επιμένουν παρά τις επανειλημμένες αποτυχίες των αγώνων που αφορούν αυτή τη στρατηγική.

Άλλοι ζητούν να εγκαταλείψουν το πλοίο, όπως αποδεικνύεται από την επιλογή των Άγγλων. Να εγκαταλείψουν την Ευρώπη αλλά να κάνουν τι; Οι εκστρατείες ενορχηστρωμένης παραπληροφόρησης από τα μέσα ενημέρωσης που υπηρετούν τον νεο-φιλελευθερισμό συμβάλλουν στην σύγχυση.

Το αμάλγαμα διατηρείται σε όλες τις πιθανές μορφές χρήσης της εθνικής κυριαρχίας, και παρουσιάζονται όλες ως δημαγωγικές, «λαϊκιστικές», μη ρεαλιστικές, σοβινιστικές, ξεπερασμένεςαπό την ιστορία, αηδιαστικές.

Το κοινό σφυροκοπείται από τη ρητορική για την ασφάλεια και τη μετανάστευση, ενώ οι ευθύνες τουνεο-φιλελευθερισμού όσον αφορά την επιδείνωση των συνθηκών των εργαζομένων δεν συζητούνται.Δυστυχώς ολόκληρα τμήματα της αριστεράς έχουν μπει σε αυτό το χειραγωγημένο παιχνίδι.

Από την πλευρά μου, μπορώ να πω ότι δεν υπάρχει τίποτα που μπορούμε να περιμένουμε από το ευρωπαϊκό σχέδιο, το οποίο δεν μπορεί να μεταμορφωθεί εκ των έσω, πρέπει να αποδομηθεί για να ανοικοδομηθεί αργότερα σε άλλες βάσεις. Λόγω του ότι αρνούνται να καταλήξουν σε αυτό το συμπέρασμα, πολλά από τα κινήματα που βρίσκονται σε σύγκρουση με το νεο-φιλελευθερισμόδιστάζουν όσον αφορά τους στρατηγικούς στόχους των αγώνων τους: να εγκαταλείψουν ή ναπαραμείνουν στην Ευρώπη (ή το ευρώ);

Υπό τις συνθήκες αυτές, τα επιχειρήματα που προβάλλονται από τη μία ή την άλλη πλευρά είναι πολύδιαφορετικά, συχνά για ασήμαντα θέματα, μερικές φορές για λάθος θέματα ενορχηστρωμένα από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης (ασφάλεια, μετανάστες), και δεν αφορούν πραγματικά προβλήματα. Ηέξοδος από το ΝΑΤΟ, για παράδειγμα, σπάνια χρησιμοποιείται. Παρ' όλα αυτά, η αυξητική τάση που εκφράζεται με την απόρριψη της Ευρώπης (όπως συνέβηκε με το Brexit) αντικατοπτρίζει τη διαγραφή των ψευδαισθήσεων όσον αφορά το ενδεχόμενο μεταρρύθμισης της ΕΕ.

Παρ 'όλα αυτά η σύγχυση φοβίζει. Η Μεγάλη Βρετανία σίγουρα δεν προορίζεται να εφαρμόσει την κυριαρχία της και να συμμετάσχει με έναν τρόπο που να αποκλίνει από τον νεο-φιλελευθερισμό. Αντιθέτως, το Λονδίνο επιθυμεί μεγαλύτερο άνοιγμα προς την πλευρά των ΗΠΑ (η Μεγάλη Βρετανίαδεν είναι τόσο απρόθυμη όσο ορισμένοι Ευρωπαίοι όσον αφορά τη διατλαντική συμφωνία ελεύθερου εμπορίου), προς τις χώρες της Κοινοπολιτείας και των αναδυόμενων χωρών του Νότου, αντικαθιστώντας έτσι την προτεραιότητα προς την Ευρώπη με την προτεραιότητα προς τις άλλες χώρες. Τίποτα άλλο και σίγουρα όχι ένα καλύτερο κοινωνικό πρόγραμμα. Για τους Βρετανούς, η γερμανική ηγεμονία είναι λιγότερη αποδεκτή από ό, τι φαίνεται να είναι για άλλους όπως η Γαλλίακαι η Ιταλία.

Οι Ευρωπαίοι φασίστες διακηρύσσουν την εχθρότητά τους προς την Ευρώπη και το ευρώ. Αλλά πρέπει να γνωρίζουμε ότι η αντίληψή τους για την κυριαρχία είναι αυτή της καπιταλιστικής αστικής τάξης, το έργο τους είναι η επικράτηση της εθνικής ανταγωνιστικότητας στο σύστημα του νεο-φιλελευθερισμού μέσω αποτροπιαστικών εκστρατειών κατά των μεταναστών. Οι φασίστες δεν τάσσονται ποτέ υπέρ της δημοκρατίας, ούτε υπέρ των εκλογών (εκτός εάν είναι για λόγουςοπορτουνισμού) πόσω δε μάλλον υπέρ μίας πιο προηγμένης δημοκρατίας.

Αντιμέτωπη με την πρόκληση, η άρχουσα τάξη δεν θα διστάσει: προτιμά τη φασιστική έξοδο από την κρίση. Το απέδειξε στην Ουκρανία. Το σκιάχτρο της απόρριψης της Ευρώπης από τους φασίστες παραλύει τους αγώνες ενάντια στον νεο-φιλελευθερισμό.

Το επιχείρημα που επικαλείται συχνά είναι: πώς μπορούμε να κάνουμε κοινό μέτωπο κατά της Ευρώπης με τους φασίστες; Αυτού του τύπου η σύγχυση ξεχνά ότι η επιτυχία των φασιστών είναι ακριβώς το προϊόν της ατολμίας της ριζοσπαστικής αριστεράς. Αν η αριστερά τολμούσε ναυπερασπιστεί την κυριαρχία, ειδικά το λαϊκό και δημοκρατικό περιεχόμενό της, σε συνδυασμό με την καταγγελία της δημαγωγικής κυριαρχίας και των φασιστικών ψεμάτων, θα κέρδιζε τις φωνές που σήμερα πάνε στην άκρα δεξιά.

Η υπεράσπιση της ψευδαίσθησης μιας πιθανής μεταρρύθμισης της Ευρώπης δεν εμποδίζει την κατάρρευση. Το ευρωπαϊκό σχέδιο τότε θα ξετυλιχθεί σε όφελος της επανεμφάνισης αυτού του οποίου, δυστυχώς, μοιάζει πολύ με την Ευρώπη της δεκαετίας του 1930 και του 1940: μια γερμανική Ευρώπημε τη Βρετανία και τη Ρωσία έξω από αυτή, τη Γαλλία να ταλαντεύεται μεταξύ Βισύ (σήμερα υπαρκτή κατάσταση) ή Ντε Γκωλ (ακόμα αόρατη κατάσταση), την Ισπανία και την Ιταλία που πλέουν στον απόηχο του Λονδίνου ή του Βερολίνου κλπ ...

Η ΕΘΝΙΚΗ ΚΥΡΙΑΡΧΙΑ ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΩΝ ΛΑΩΝ

Η εθνική κυριαρχία είναι το απαραίτητο εργαλείο της κοινωνικής προόδου και της προόδου του εκδημοκρατισμού, τόσο στο Βορρά όσο και στο Νότο του πλανήτη. Η πρόοδος αυτή επιβάλλεται από τη λογική που βρίσκεται πέρα από τον καπιταλισμό στα πλαίσια μιας ευνοϊκής προοπτικής για την ανάδειξη ενός πολυκεντρικού κόσμου και της εδραίωσης του διεθνισμού των λαών.

Στις χώρες του Νότου το κυρίαρχο εθνικό σχέδιο πρέπει να «σταθεί στα δύο του πόδια»:

(Ι) την ενασχόληση με την κατασκευή ενός αυτοκεντρικού και ολοκληρωμένου βιομηχανικού συστήματος στο οποίο οι διάφοροι κλάδοι παραγωγής γίνονται οι προμηθευτές και οι παραγωγοί ο ένας του άλλου. Ο νέο-φιλελευθερισμός δεν επιτρέπει αυτή την κατασκευή. Σχεδιάζει την «ανταγωνιστικότητα», όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από την κάθε βιομηχανική μονάδα.

Η εφαρμογή της αρχής αυτής δίνει προτεραιότητα στις εξαγωγές και περιορίζει το καθεστώς που είχαν οι βιομηχανίες των χωρών του Νότου ως υπεργολάβων που ελέγχονται από τα μονοπώλια των ιμπεριαλιστικών κέντρων, τα οποία ιδιοποιούνται μεγάλο μέρος της αξίας που δημιουργείται σε αυτές και η οποία μετατρέπεται σε ιμπεριαλιστική μονοπωλιακή πρόσοδο. Σε αντίστιξη, η κατασκευή ενός βιομηχανικού συστήματος απαιτεί κρατικό προγραμματισμό και εθνική νομισματική κυριαρχία,φορολογικό σύστημα και εξωτερικό εμπόριο.

(II) συμμετοχή σε ένα πρωτότυπο τρόπο ενημέρωσης /μετασχηματισμού των αγροτών, με βάση την αρχή ότι η γεωργική γη αποτελεί εθνική περιουσία, εξασφάλιση πρόσβασης στη γη και στα μέσα αξιοποίησής της από όλες τις αγροτικές οικογένειες. Τα έργα πρέπει να σχεδιάζονται σε αυτή τη βάση για την ανάπτυξη της παραγωγής ανά οικογένεια / στρέμμα, και με τη δημιουργία των κατάλληλωνβιομηχανιών. Ο στόχος αυτής της στρατηγικής είναι να διασφαλιστεί η επισιτιστική κυριαρχία του έθνους και να ελεγχθούν οι μεταναστευτικές ροές από την ύπαιθρο στις πόλεις καθώς και να ρυθμιστεί η απασχόληση στις πόλεις.

Η πρόοδος σε κάθε ένα από αυτούς τους δύο τομείς αποτελεί τον κύριο στόχο των κρατικών πολιτικών που εγγυώνται την σύμπραξη των πλατιών λαϊκών συμμαχιών «εργατών και αγροτών». Θα δημιουργηθεί, λοιπόν, το κατάλληλο έδαφος για την εξέλιξη της συμμετοχικής δημοκρατίας.

Στις χώρες του Βορρά, η λαϊκή κυριαρχία πρέπει επίσης να σπάσει το νέο-φιλελευθερισμό, υπονοώντας εδώ την εφαρμογή τολμηρών πολιτικών που θα φθάνουν μέχρι την εθνικοποίηση των μονοπωλίων και των μέσων για την έναρξη της κοινωνικοποίησης της διαχείρισής τους. Αυτό σημαίνει, προφανώς, εθνικό έλεγχο της διαχείρισης του νομίσματος, της πίστωσης, τηςφορολογίας και του εξωτερικού εμπορίου.

Το υπάρχον ιμπεριαλιστικό σύστημα εφαρμόζει ένα μεγάλο εύρος διαφοροποιημένων τρόπων, με τους οποίους εξουσιάζει και εκμεταλλεύεται τα έθνη που βρίσκονται στην περιφέρεια του παγκόσμιου συστήματος. Στις προηγμένες χώρες του Νότου υπάρχει εκβιομηχάνιση των τμημάτων του αποκεντρωμένου παγκοσμιοποιημένου συστήματος που ελέγχονται από το χρηματιστικό κεφάλαιοτης ιμπεριαλιστικής τριάδας (ΗΠΑ, Δυτική και Κεντρική Ευρώπη, Ιαπωνία), ενώ ταυτόχρονα είναιυποβαθμισμένες σε καθεστώς υπεργολάβων όπου το μεγαλύτερο μέρος της αξίας που παράγεται στις εξαρτημένες τοπικές οικονομίες μετατρέπεται σε πρόσοδο των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων.

Σε πολλές αναπτυσσόμενες χώρες του Νότου, ο τρόπος εκμετάλλευσης λαμβάνει τη μορφή βάναυσης λεηλασίας των φυσικών πόρων (πετρέλαιο, μεταλλεύματα, γεωργική γη, νερό και ηλιακή ενέργεια), αφενός, και αφετέρου την εφαρμογή οικονομικών επιδρομών που έχουν ως σκοπό τηνκαταλήστευση των εθνικών αποταμιεύσεων. Η προτεραιότητα που δίνεται αφορά την εξυπηρέτηση του εξωτερικού χρέους και αυτό αποτελεί τον τρόπο με τον οποίο λειτουργούν αυτές οι επιδρομές.

Το διαρθρωτικό έλλειμμα των δημόσιων οικονομικών στις χώρες αυτές δίνει τη δυνατότητα στα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια να τοποθετήσουν επικερδώς τα οικονομικά πλεονάσματά τους τα οποία δημιουργήθηκαν από την κρίση του παγκοσμιοποιημένου ιμπεριαλιστικού και χρηματιστηριακού συστήματος αναγκάζοντας τις αναπτυσσόμενες χώρες να χρεωθούν με λεόντειους όρους. Η οικονομική επιδρομή ασκεί τις καταστροφικές επιπτώσεις της και στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Η συνεχιζόμενη αύξηση του όγκου του δημόσιου χρέους ως ποσοστό του ΑΕΠ έχει διερευνηθείκαι υποστηριχθεί από το εθνικό και διεθνές χρηματιστηριακό κεφάλαιο δίνοντας τη δυνατότηταγόνιμης επένδυσης των πλεονασμάτων. Η εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους προς όφελος του ιδιωτικού χρηματοπιστωτικού τομέα μειώνει τα εισοδήματα των εργαζομένων και αυξάνει τις προσόδους των μονοπωλίων.

Τροφοδοτεί λοιπόν τη συνεχιζόμενη αύξηση της ανισότητας στην κατανομή εισοδήματος και πλούτου. Η επίσημη δικαιολογία των πολιτικών για τη μείωση του χρέους είναι εντελώς λάθος: ο στόχος τους είναι στην πραγματικότητα η αύξηση παρά η μείωση του χρέους.

Η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση συνεχίζει τη μαζική επίθεση εναντίον των αγροτών στην Ασία, την Αφρική και τη Λατινική Αμερική.

Η αποδοχή αυτού του σημαντικού συστατικού της παγκοσμιοποίησης οδηγεί σε τεράστια φτώχειαεκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους σε τρεις ηπείρους. Τερματίζεται έτσι κάθε προσπάθεια των κοινωνιών μας να επιτύχουν στην παγκόσμια κοινωνία των εθνών. Η σύγχρονη καπιταλιστική γεωργία, εκπροσωπούμενη από την τόσο πλούσια οικογενειακή γεωργία ή / και από τις επιχειρήσεις μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, προσπαθεί να επιτεθεί μαζικά στην παγκόσμια παραγωγή των αγροτών. Ηκαπιταλιστική γεωργία διέπεται από την αρχή της απόδοσης του κεφαλαίου, και εντοπίζεται στηΒόρεια Αμερική, στην Ευρώπη, στο νότιο τμήμα της Λατινικής Αμερικής και της Αυστραλίας, απασχολεί μόνο μερικές δεκάδες εκατομμύρια αγρότες και έχει την υψηλότερη παραγωγικότητα σε παγκόσμιο επίπεδο ενώ τα συστήματα της αγροτικής καλλιέργειας εξακολουθούν να καταλαμβάνουν σχεδόν το μισό της ανθρωπότητας - τρία δισεκατομμύρια άνθρωποι.

Τι θα συνέβαινε αν «η γεωργία και η διατροφική παραγωγή» είχαν την ίδια μεταχείριση όπως οποιαδήποτε άλλη μορφή καπιταλιστικής παραγωγής, υποκείμενες στους κανόνες του ανταγωνισμούμίας πλήρους απελευθερωμένης αγοράς; Μήπως αυτές οι αρχές θα διευκολύνουν την επιτάχυνση της παραγωγής; Πράγματι, μπορεί κανείς να φανταστεί πενήντα εκατομμύρια νέες πρόσθετες καλλιέργειες, που παράγουν ό,τι τα τρία δισεκατομμύρια αγρότες μπορούν να προσφέρουν επιπλέον στην αγορά πέραν της δική τους (αδύναμης) διαβίωσης.

Οι προϋποθέσεις για την επιτυχία μιας τέτοιας εναλλακτικής λύσης απαιτούν σημαντικές μεταφορές ιδιοκτησίας της καλλιεργήσιμης γης σε νέους αγρότες (εδάφη που θα ληφθούν από αυτά που κατέχουν σήμερα οι αγροτικές επιχειρήσεις), πρόσβαση στις αγορές κεφαλαίου (για την αγορά εξοπλισμού) και πρόσβαση στις καταναλωτικές αγορές. Αυτοί οι αγρότες θα ανταγωνιστούν εύκολα τα δισεκατομμύρια των υφιστάμενων αγροτών. Και τι θα τους συμβεί;

Δισεκατομμύρια μη ανταγωνιστικών παραγωγών θα πρέπει να εξαλειφθούν σε ένα σύντομο ιστορικό χρονικό διάστημα μερικών δεκαετιών. Το κύριο επιχείρημα νομιμοποίησης της «ανταγωνιστικής» εναλλακτικής λύσης είναι ότι αυτό το είδος της ανάπτυξης πραγματοποιήθηκε στην Ευρώπη κατά τον δέκατο ένατο αιώνα και συνέβαλε στη διαμόρφωση των πλούσιων βιομηχανικών και αστικών κοινωνιών που έγιναν μετά μεταβιομηχανικές που ήταν σε θέση να τροφοδοτούν το έθνος αλλά και να εξάγουν το πλεόνασμα τροφίμων.

Γιατί να μην επαναληφθεί αυτό το μοντέλο στις χώρες του τρίτου κόσμου σήμερα; Δεν γίνεται, γιατί το επιχείρημα αυτό αγνοεί δύο βασικούς παράγοντες που κάνουν την αναπαραγωγή του μοντέλου σήμερα αδύνατη για τις χώρες του Τρίτου Κόσμου. Το πρώτο είναι ότι το ευρωπαϊκό μοντέλο αναπτύχθηκε για ενάμιση αιώνα με εντατικές βιομηχανικές τεχνολογίες που απαιτούν ένα σημαντικό αριθμό εργαζομένων. Οι σύγχρονες τεχνολογίες βασίζονται πολύ λιγότερο στην εργασία. Και ως εκ τούτου, αν οι νεοφερμένοι του τρίτου κόσμου θέλουν να είναι ανταγωνιστικοί στις παγκόσμιες αγορές για τις εξαγωγές των βιομηχανικών προϊόντων τους πρέπει να υιοθετήσουν αυτές τις τεχνολογίες.

Το δεύτερο είναι ότι κατά τη διάρκεια της μακράς μετάβασης, η Ευρώπη μπορούσε μαζικά να στείλει ως μετανάστες τον πλεονάζοντα πληθυσμό στην Αμερική.

Μπορούμε να φανταστούμε άλλες εναλλακτικές λύσεις που να βασίζονται στην πρόσβαση στη γη για όλους τους αγρότες; Στο πλαίσιο αυτό υπονοείται ότι η αγροτική καλλιέργεια πρέπει να διατηρηθεί και να επιδίδεται ταυτόχρονα σε μια διαδικασία αλλαγής και συνεχούς τεχνολογικής και κοινωνικής προόδου. Και αυτά με ένα ρυθμό που θα επιτρέψει τη σταδιακή μεταφορά σε μη γεωργική απασχόληση.

Ένας τέτοιος στρατηγικός στόχος περιλαμβάνει πολιτικές που προστατεύουν την αγροτική διατροφική παραγωγή από τον άνισο ανταγωνισμό της εθνικής εκσυγχρονισμένης γεωργίας και των διεθνών γεωργικών επιχειρήσεων. Αμφισβητεί τα μοντέλα της βιομηχανικής και αστικής ανάπτυξης – τα οποία βασίζονται στις εξαγωγές και στους χαμηλούς μισθούς (και τα οποία με τη σειρά τους συνεπάγονται χαμηλές τιμές τροφίμων) και δίνεται μεγαλύτερη προσοχή στην επέκταση της κοινωνικά ισορροπημένης εσωτερικής αγοράς.

Επιπλέον, μια τέτοια στρατηγική θα διευκολύνει την ενσωμάτωση με όλες τις πολιτικές που διασφαλίζουν την εθνική διατροφική κυριαρχία, απαραίτητη προϋπόθεση για μια χώρα να είναι ενεργό μέλος της διεθνούς κοινότητας, ενισχύοντας έτσι τον βαθμό αυτονομίας της που είναι απαραίτητος καθώς και την ικανότητα διαπραγμάτευσής της.

ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΑΝΑΓΝΩΣΜΑΤΑ

Για λόγους συντομίας δεν έχω αναφέρει στο κείμενο αυτό μείζονα θέματα όπως είναι: η ανάδυση του καπιταλισμού των γενικευμένων μονοπωλίων, η νέα γενικευμένη προλεταριοποίηση, η στρατιωτικοποίηση της παγκοσμιοποίησης και οι συγκρούσεις για την πρόσβαση σε φυσικούς πόρους, η οικονομική παγκοσμιοποίηση ως ο αδύναμος κρίκος του συστήματος, η ανασυγκρότηση της αλληλεγγύης μεταξύ των χωρών του Νότου, η στρατηγική των συνεχιζόμενων αγώνων, η απαίτηση για τον αντι-ιμπεριαλιστικό διεθνισμό των λαών. Παραπέμπω τον αναγνώστη στο βιβλίο μου Η κατάρρευση του σύγχρονου καπιταλισμού και εφιστώ την προσοχή στις θεσμικές δομές που έχω προτείνει με σκοπό την εδραίωση του λαϊκού περιεχομένου στη μετάβαση της οικονομίας πέρα από τον καπιταλισμό (σελίδες 123-128 του βιβλίου).

*O Σαμίρ Αμίν, γεννήθηκε στο Κάιρο το 1931. Από το 1947 έως το 1957 σπούδασε στο Παρίσι και έγινε μέλος του γαλλικού ΚΚ, από το οποίο αργότερα αποστασιοποιήθηκε. Από το 1980 προΐσταται του Φόρουμ του Τρίτου Κόσμου, που έχει έδρα το Ντακάρ, στη Σενεγάλη. Το βιβλίο του "Η συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα" ("L’accumulation a l’echelle mondiale", 1970), θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα νεομαρξιστικά βιβλία πολιτικής οικονομίας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα. Άλλα σημαντικά βιβλία του είναι: "Les effets structurels de l’integration internationale des economies precapitalistes. Une etude theorique du mecanisme qui a engendre les eonomies dites sous-developpees" (διδακτορικήδιατριβή, 1957), "Le developpement inegal" (1973, αγγλ. έκδ. "Unequal Development: An Essay on the Social Formations of Peripheral Capitalism", 1976), "L’imperialisme et le developpement inegal", 1976, "Classe et nation dans l’histoire et la crise contemporaine", 1979, "L’economie arabe contemporaine", 1980, "Les enjeux strategiques en Mediterranee", 1991, "L’Empire du chaos" (1991, αγγλ. έκδ. "Empire of Chaos", 1992), κ.ά.

**Πηγή: activistis.gr. Μετάφραση από τα Γαλλικά: Φωτεινή Μαστρογιάννη. Επιμέλεια: Φωτούλα Ιωαννίδου - Τσιρώνη