Πενήντα τέσσερα χρόνια από τη δήλωση του Σεφέρη κατά της χούντας

Τρίτη, 28/03/2023 - 15:19

Στις 28 Μαρτίου του 1969 ο νομπελίστας ποιητής Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) αποφασίζει να λύσει τη σιωπή του και να μιλήσει ανοιχτά κατά της χούντας των συνταγματαρχών. Μαγνητοφωνεί μία δήλωση, στην οποία, μεταξύ άλλων, κρούει τον κώδωνα του κινδύνου στο στρατιωτικό καθεστώς για την τραγωδία στην οποία οδηγούσε την Ελλάδα.

Η κασέτα φθάνει λαθραία στο Λονδίνο και αυθημερόν η δήλωσή του μεταδίδεται από την Ελληνική Υπηρεσία του BBC, ενώ αναμεταδίδεται από τον ραδιοφωνικό σταθμό του Παρισιού και την «Ντόιτσε Βέλε».

Η Δήλωση Σεφέρη

«Πάει καιρός που πήρα την απόφαση να κρατηθώ έξω από τα πολιτικά του τόπου. Προσπάθησα άλλοτε να το εξηγήσω, αυτό δε σημαίνει διόλου πως μου είναι αδιάφορη η πολιτική ζωή μας.
Έτσι, από τα χρόνια εκείνα ώς τώρα τελευταία έπαψα κατά κανόνα ν’ αγγίζω τέτια θέματα. Εξ άλλου τα όσα δημοσίεψα ώς τις αρχές του 1967, και η κατοπινή στάση μου (δεν έχω δημοσιέψει τίποτε στην Ελλάδα από τότε που φιμώθηκε η ελευθερία) έδειχναν, μου φαίνεται αρκετά καθαρά τη σκέψη μου.
Μολαταύτα, μήνες τώρα, αισθάνομαι μέσα μου και γύρω μου, ολοένα πιο επιτακτικά το χρέος να πω ένα λόγο για τη σημερινή κατάστασή μας. Με όλη τη δυνατή συντομία, νά τι θα έλεγα:

Κλείνουν δυο χρόνια που μας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς όλως διόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος μας και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας, στον τελευταίο παγκόσμιο πόλεμο.

Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι’ αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά. Δε θα μου είταν δύσκολο να καταλάβω πως τέτιες ζημιές δε λογαριάζουν παρά πολύ για ορισμένους ανθρώπους. Δυστυχώς, δεν πρόκειται μόνο γι’ αυτόν τον κίνδυνο.

Όλοι πια το διδάχτηκαν και το ξέρουν πως στις δικτατορικές καταστάσεις, η αρχή μπορεί να μοιάζει εύκολη, όμως η τραγωδία περιμένει, αναπότρεπτη, στο τέλος. Το δράμα αυτού του τέλους μάς βασανίζει, συνειδητά ή ασυνείδητα όπως στους παμπάλαιους χορούς του Αισχύλου. Όσο μένει η ανωμαλία, τόσο προχωρεί το κακό.
Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό, και, μπορώ να το πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος. Βλέπω μπροστά μου τον γκρεμό όπου μας οδηγεί η καταπίεση που κάλυψε τον τόπο. Αυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Είναι Εθνική επιταγή.

Τώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου. Παρακαλώ το Θεό, να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».

Η Χούντα, φανερά ενοχλημένη από την εξέλιξη αυτή, αφαίρεσε από τον Σεφέρη τον τίτλο του πρέσβεως επί τιμή και το δικαίωμα χρήσης του διπλωματικού διαβατηρίου του. Δικαιολόγησε την πράξη της αυτή με το επιχείρημα ότι ή δήλωσή του μεταδόθηκε από τη ραδιοφωνία της Σοβιετικής Ένωσης και άρα συνιστά αντεθνική προπαγάνδα.

Στον χορό μπήκε και ο φιλικός της Τύπος, που έγραψε ότι ο Σεφέρης «πούλησε την Κύπρο για να πάρει το Νόμπελ», χαρακτηρίζοντάς τον κρυφοκομμουνιστή και μίσθαρνο όργανο ξένων κυβερνήσεων.

Πέθανε η Άννα Λόντου - Προγονή και κληρονόμος του Γιώργου Σεφέρη

Πέμπτη, 22/12/2022 - 17:48

Μία σημαντική απώλεια καταγράφεται για το Ηράκλειο, καθώς έφυγε από τη ζωή η Άννα Λόντου, κληρονόμος του Γιώργου Σεφέρη.

Την είδηση έκανε γνωστή η αντιδήμαρχος Ηρακλείου, Αριστέα Πλεύρη, η οποία αναφέρει πως "μια αρχόντισσα παλαιάς κοπής, μια λατρεμένη φίλη, μας αποχαιρέτησε. Σήκωσε επάξια το βάρος της κληρονόμου του ποιητή, με ήθος και ανιδιοτέλεια. Αξιότιμη Άννα Λόντου, με οδύνη η πόλη του Ηρακλείου αποχαιρετά την ευεργέτιδα του."

Η Άννα Λόντου είχε κάνει τη δωρεά της βιβλιοθήκης Σεφέρη στον Δήμο Ηρακλείου.

Όπως είχε γράψει το Cretalive, το μεγαλύτερο μέρος της βιβλιοθήκης είχε παραδοθεί το 1986 μετά τη δωρεά της συζύγου του νομπελίστα ποιητή, Μαρώς.

Έτσι, μετά από επικοινωνία και συνεργασία της Αντιδημάρχου Πολιτισμού Αριστέας Πλεύρη με την κόρη της Μαρώς Σεφέρη, Άννας Λόντου, έκλεισε μια εκκρεμότητα δεκαετιών.

Η προγονή και κληρονόμος του βραβευμένου με Νόμπελ, Έλληνα ποιητή, Γιώργου, η Άννα Λόντου γεννήθηκε το 1931. Ήταν κόρη της αγαπημένης συζύγου του ποιητή, Μάρως Σεφέρη και του πρώτου της συζύγου Αντρέα Λόντου, ο οποίος ήταν αξιωματικός του ναυτικού.

Η Άννα Λόντου είχε στενό δεσμό με τον Γιώργο Σεφέρη, τον οποίο γνώρισε στα 5 της χρόνιας στην Αίγινα, ενώ ήταν κληρονόμος και διαχειρίστρια του έργου του Έλληνα ποιητή.

 

«Η υπέροχη Άννα Λόντου, κάτοικος της εμβληματικής κατοικίας της οδού Άγρας, υπήρξε δυναμική διαχειρίστρια του έργου του Γιώργου Σεφέρη εδώ και πολλά χρόνια, συμβάλλοντας με τον τρόπο της στη διάδοση του έργου του στις νεότερες γενεές. Μια γυναίκα ευφυής, φιλόξενη, λαμπερή, που με τον τρόπο της έφερνε κοντά ανθρώπους από κάθε μεριά της γης. Έζησε μια ζωή γεμάτη» έγραψαν οι εκδόσεις Ίκαρος στην σελίδα τους στο Facebook, επιβεβαιώνοντας την είδηση του θανάτου της.

«Η κυρία Άννα στήριξε τον Ίκαρο με απέραντη γενναιοδωρία όλα τα χρόνια της συνεργασίας μας. Υπήρχε μεταξύ μας ένας κοινός κώδικας επικοινωνίας που πήγαζε από τον απόλυτο σεβασμό στο έργο του ποιητή, και αναπτύχθηκε μέσω της κοινής μας αισθητικής. Η σχέση μας ήταν μια σχέση μεγάλης εμπιστοσύνης. Θα την θυμόμαστε πάντα με απέραντη αγάπη».

Η Άννα Λόντου

Τα τελευταία χρόνια της ζωής της ζούσε στο γνωστό, ιστορικό σπίτι του ποιητή, στην οδό Άγρας στο Παγκράτι.

Αυτή η οικία υπήρξε καταφύγιο ιδεών και ποίησης.

Σε αυτό έζησε ο Σεφέρης με τη μοναδική του αγαπημένη Μαρώ Ζάννου όλα τα χρόνια της πολυσυζητημένης σχέσης τους. Και κυρίως από το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μέχρι το θάνατο του περίφημου ποιητή και διπλωμάτη της ελληνικής κυβέρνησης.

Η Μαρώ Ζάννου είχε παντρευτεί σε πρώτο γάμο τον ναύαρχο Ανδρέα Λόντο – ξάδελφο του Δημητρίου Μαξίμου και του Γεωργίου Στρέιτ.

Γόνος παλιάς ελληνικής οικογένεια που διατηρούσε στενές σχέσεις με την τέως βασιλική οικογένεια.

Η Άννα Λόντου απερίφραστα και για πρώτη φορά εξιστόρησε τις πλούσιες εμπειρίες της ζωής της στην εκπομπή Υστερόγραφο της ΕΡΤ και τη σκηνοθέτη Αποστολία Παπαϊωάννου πριν από δυο χρόνια (Φεβρουάριο 2021).

Η Άννα Λόντου γνώρισε τον Σεφέρη σε ηλικία πέντε ετών. Η ζωή της, όσο και της μητέρας της, Μαρώς Λόντου, άλλαξε τότε για πάντα.

Μαζί με τις μνήμες που ανακάλεσε για τον Σεφέρη, τον έρωτά του με τη μητέρα της, αλλά και για τη μεγάλη τέχνη της ποίησης, η Άννα Λόντου ζωντάνεψε μπροστά στο φακό και το ιστορικό φόντο της γόνιμης εκείνης περιόδου, τη δεκαετία του 1960.

Η εγκατάληψη

Η Άννα Λόντου ουσιαστικά «εγκαταλείφθηκε» στα δέκα της χρόνια όταν η μητέρα της ακολούθησε τον Σεφέρη στην Αίγυπτο. Εκεί όπου είχε καταφύγει η ελληνική κυβέρνηση με τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα.

Όταν ο πατέρας της, Ανδρέας Λόντος, ζήτησε από τη Μαρώ να διαλέξει ανάμεσα στα παιδιά της και τον ποιητή, εκείνη απροκάλυπτα διάλεξε τον παράνομο έρωτά της.

Τα δύο κορίτσια αρχικά έμειναν με τον πατέρα τους. Όμως και εκείνος μοιάζει σταδιακά να αποστασιοποιήθηκε. Κατά τη διάρκεια του Πολέμου πέρασαν στη φροντίδα διάφορων οικογενειών, εν μέρει και στης Πηνελόπης Δέλτα.

Το παιδικό τραύμα παραμένει ζωντανό ακόμη μέχρι και στα βαθιά της γεράματα.

Ωστόσο, στα χρόνια της ωριμότητας μετουσιώθηκε σε κατανόηση για τον ανθρώπινο, μεγάλο έρωτα των προγόνων της. Και σε βαθιά αγάπη για την υψιπετή πνευματικότητα και ζεστασιά που ο ποιητής επέβαλε στη ζωή της εξ απαλών ονύχων.

Η σχέση της με τον Γιώργο Σεφέρη απέκτησε πατρική χροιά. Εξάλλου, ο ποιητής εκτός από τα ανίψια του, δεν απέκτησε ποτέ δικά του παιδιά. Εκείνος τη μεγάλωσε μέχρι που άφησε την τελευταία του πνοή. Και στη Μάρω άφησε την πνευματική του κληρονομιά. Κατά συνέπεια και στην Άννα.

Μαζί με την Άννα Λόντου πεθαίνει ένα ακόμη κομμάτι του σπουδαίου μοντερνιστή της ποίησης.

Η Μαρώ

https://www.ertnews.gr/anadromes/ert-archeio-anna-lontoy-i-mitera-moy-o-seferis-ki-ego-video/

Η κηδεία της θα γίνει αύριο στις 12:00 στο Α’ Νεκροταφείο Αθηνών.

Το ελεύθερο πνεύμα του Γιώργου Σεφέρη

Τρίτη, 21/09/2021 - 12:04
O Γιώργος Σεφέρης παρέμεινε σε ολόκληρη τη ζωή του ένα ελεύθερο πνεύμα, υπηρετώντας την ελεύθερη ποίηση. Από τη δεκαετία του '50 το έργο του Σεφέρη μεταφράστηκε και εκτιμήθηκε στο εξωτερικό. Συνεπεία αυτού ήταν η βράβευσή του με το Νόμπελ Λογοτεχνίας τον Δεκέμβριο του 1963, «για το υπέροχο λυρικό ύφος του, που είναι εμπνευσμένο από ένα βαθύ αίσθημα για το ελληνικό πολιτιστικό ιδεώδες», όπως αναφέρεται στο σκεπτικό της Σουηδικής Ακαδημίας. Κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας, έσπασε τη σιωπή του στις 28 Μαρτίου του 1969 και στηλίτευσε τη χούντα με την περίφημη δήλωσή του στο ραδιόφωνο του BBC.

«Είναι μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης, όπου όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε κι αυτές να καταποντισθούν μέσα στα ελώδη στεκάμενα νερά» τόνισε μεταξύ άλλων.

Στις αρχές Αυγούστου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης εισάγεται στον Ευαγγελισμό και εγχειρίζεται στον δωδεκαδάκτυλο. Θα πεθάνει από μετεγχειρητικές επιπλοκές τα ξημερώματα της 20ης Σεπτεμβρίου του 1971.

Η κηδεία του, δύο ημέρες αργότερα θα λάβει αντιδικτατορικό χαρακτήρα. Στη νεκρώσιμη πομπή προς το Α' Νεκροταφείο, μπροστά στην Πύλη του Αδριανού, το πλήθος σταματά την κυκλοφορία και αρχίζει να τραγουδά το απαγορευμένο τραγούδι του Μίκη Θεοδωράκη σε στίχους Σεφέρη Άρνηση (Στο περιγιάλι το κρυφό, όπως είναι πιο γνωστό). Στις 23 Σεπτεμβρίου, δημοσιεύεται στην εφημερίδα Το Βήμα, το τελευταίο ποίημα του Γιώργου Σεφέρη Επί Ασπαλάθων, που έγραψε στις 31 Μαρτίου 1971 και αποτελεί μία ακόμη καταγγελία κατά της δικτατορίας.

Μερικά από τα πιο αγαπημένα έργα του: 

Ἄρνηση

Στὸ περιγιάλι τὸ κρυφὸ

κι ἄσπρο σὰν περιστέρι

διψάσαμε τὸ μεσημέρι

μὰ τὸ νερὸ γλυφό.

Πάνω στὴν ἄμμο τὴν ξανθὴ

γράψαμε τ᾿ ὄνομά της

ὡραῖα ποὺ φύσηξεν ὁ μπάτης

καὶ σβήστηκε ἡ γραφή.

Μὲ τί καρδιά, μὲ τί πνοή,

τί πόθους καὶ τί πάθος

πήραμε τὴ ζωή μας· λάθος!

κι ἀλλάξαμε ζωή.

Στροφή

Στιγμή, σταλμένη ἀπὸ ἕνα χέρι

ποὺ εἶχα τόσο ἀγαπήσει

μὲ πρόφταξες ἴσια στὴ δύση

σὰ μαῦρο περιστέρι.

Ὁ δρόμος ἄσπριζε μπροστά μου,

ἁπαλὸς ἀχνὸς ὕπνου

στὸ γέρμα ἑνὸς μυστικοῦ δείπνου...

Στιγμὴ σπυρὶ τῆς ἄμμου,

ποὺ κράτησες μονάχη σου ὅλη

τὴν τραγικὴ κλεψύδρα

βουβή, σὰ νὰ εἶχε δεῖ τὴν Ὕδρα

στὸ οὐράνιο περιβόλι.

(συλλογή Στροφή, ὁμώνυμο ποίημα)

Ελένη (απόσπασμα)

Δακρυσμένο πουλί, στὴν Κύπρο τὴ θαλασσοφίλητη

ποὺ ἔταξαν γιὰ νὰ μοῦ θυμίζει τὴν πατρίδα,

ἄραξα μοναχὸς μ᾿ αὐτὸ τὸ παραμύθι,

ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς αὐτὸ εἶναι παραμύθι,

ἂν εἶναι ἀλήθεια πὼς οἱ ἄνθρωποι δὲ θὰ ξαναπιάσουν

τὸν παλιὸ δόλο τῶν θεῶν.

ἂν εἶναι ἀλήθεια

πὼς κάποιος ἄλλος Τεῦκρος, ὕστερα ἀπὸ χρόνια,

ἢ κάποιος Αἴαντας ἢ Πρίαμος ἢ Ἑκάβη

ἢ κάποιος ἄγνωστος, ἀνώνυμος, ποὺ ὡστόσο

εἶδε ἕνα Σκάμαντρο νὰ ξεχειλάει κουφάρια,

δὲν τὄχει μὲς στὴ μοίρα του ν᾿ ἀκούσει

μαντατοφόρους ποὺ ἔρχονται νὰ ποῦνε

πὼς τόσος πόνος τόση ζωὴ

πῆγαν στὴν ἄβυσσο

γιὰ ἕνα πουκάμισο ἀδειανὸ γιὰ μίαν Ἑλένη.

Επί Ασπαλάθων

Ἦταν ὡραῖο τὸ Σούνιο τὴ μέρα ἐκείνη τοῦ Εὐαγγελισμοῦ.

πάλι μὲ τὴν ἄνοιξη.

Λιγοστὰ πράσινα φύλλα γύρω στὶς σκουριασμένες πέτρες

τὸ κόκκινο χῶμα καὶ οἱ ἀσπάλαθοι

δείχνοντας ἕτοιμα τὰ μεγάλα τους βελόνια

καὶ τοὺς κίτρινους ἀνθούς.

Ἀπόμερα οἱ ἀρχαῖες κολόνες, χορδὲς μιᾶς ἅρπας ποὺ ἀντηχοῦν

ἀκόμη...

Γαλήνη

-Τί μπορεῖ νὰ μοῦ θύμισε τὸν Ἀρδιαῖο ἐκεῖνον;

Μιὰ λέξη στὸν Πλάτωνα θαρρῶ, χαμένη στοῦ μυαλοῦ

τ᾿ αὐλάκια.

Τ᾿ ὄνομα τοῦ κίτρινου θάμνου

δὲν ἄλλαξε ἀπὸ κείνους τοὺς καιρούς.

Τὸ βράδυ βρῆκα τὴν περικοπή:

«τὸν ἔδεσαν χειροπόδαρα» μᾶς λέει

«τὸν ἔριξαν χάμω καὶ τὸν ἔγδαραν

τὸν ἔσυραν παράμερα τὸν καταξέσκισαν

ἀπάνω στοὺς ἀγκαθεροὺς ἀσπάλαθους

καὶ πῆγαν καὶ τὸν πέταξαν στὸν Τάρταρο κουρέλι».

Ἔτσι στὸν κάτω κόσμο πλέρωνε τὰ κρίματά του

Ὁ Παμφύλιος ὁ Ἀρδιαῖος ὁ πανάθλιος Τύραννος

31 τοῦ Μάρτη 1971

Λίγο ἀκόμα

Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε

τὶς ἀμυγδαλιὲς ν᾿ ἀνθίζουν.

Λίγο ἀκόμα θὰ ἰδοῦμε

τὰ μάρμαρα νὰ λάμπουν,

νὰ λάμπουν στὸν ἥλιο

κι ἡ θάλασσα νὰ κυματίζει.

Λίγο ἀκόμα, νὰ σηκωθοῦμε

λίγο ψηλότερα.

Ὑστερόγραφο

Ἀλλὰ ἔχουν μάτια κάτασπρα χωρὶς ματόκλαδα

καὶ τὰ χέρια τοὺς εἶναι λιγνὰ σὰν τὰ καλάμια.

Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς. Γνώρισα

τὴ φωνὴ τῶν παιδιῶν τὴν αὐγὴ

πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς ροβολώντας

χαρούμενα σὰ μέλισσες καὶ σὰν

τὶς πεταλοῦδες μὲ τόσα χρώματα.

Κύριε ὄχι μ᾿ αὐτούς, ἡ φωνή τους

δὲ βγαίνει κἂν ἀπὸ τὸ στόμα τους.

Στέκεται κεῖ κολλημένα σὲ κίτρινα δόντια.

Δική σου ἡ θάλασσα κι ὁ ἀγέρας

μ᾿ ἕνα ἄστρο κρεμασμένο στὸ στερέωμα,

Κύριε, δὲ ξέρουνε πῶς εἴμαστε

ὅ,τι μποροῦμε νὰ εἴμαστε

γιατρεύοντας τὶς πληγές μας μὲ τὰ βότανα

ποῦ βρίσκουμε πάνω σὲ πράσινες πλαγιὲς

ὄχι ἄλλες, τοῦτες τὶς πλαγιὲς κοντά μας,

πῶς ἀνασαίνουμε ὅπως μποροῦμε ν᾿ ἀνασαίνουμε

μὲ μιὰ μικρούλα δέηση κάθε πρωὶ

ποῦ βρίσκει τ᾿ ἀκρογιάλι ταξιδεύοντας

στὰ χάσματα τῆς μνήμης.

Κύριε, ὄχι μ᾿ αὐτούς.

Ἂς γίνει  ἀλλιῶς  τὸ θέλημά Σου.