Φόβος και παράνοια στη νυχτερινή Αθήνα, Μια τυχαία επίσκεψη σε μπαρ λίγο πριν το ρολόι χτυπήσει μεσάνυχτα
Σάββατο, 05/09/2020 - 21:18
Γιάννης Πούλος
https://www.koutipandoras.gr/
Όταν το 1971 ο Χάντερ Τόμπσον έγραφε το περίφημο «Φόβος και Παράνοια στο Λας
Βέγκας», προφανώς και δεν φανταζόταν ότι μισό αιώνα μετά, ο συγκεκριμένος τίτλος
θα ήταν ο ιδανικός για να περιγράψει την κατάσταση που επικρατεί στη νυχτερινή
Αθήνα (και όχι μόνο) εξαιτίας των μέτρων για τα ωράρια και τις συνθήκες λειτουργίας
των καταστημάτων εστίασης στην περίοδο του δεύτερου κύματος του κορονοϊού...
Ιδανικός, γιατί περιγράφει την παράνοια των μέτρων που υποχρεώνουν τους
ιδιοκτήτες των καταστημάτων να εξυπηρετούν λιγότερους πελάτες από όσους
αναγκάζονται να διώξουν, με αποτέλεσμα να ζουν με τον φόβο τόσο του
λουκέτου όσο και των αστυνομικών εφόδων που από τις 00:01 βγαίνουν
παγανιά και κουνώντας το δάχτυλο και απειλώντας εκείνους που δεν έχουν
προλάβει να μαζέψουν τα τραπέζια μέχρι το ρολόι να χτυπήσει μεσάνυχτα...
Παρασκευή βράδυ λοιπόν και ο δρόμος της επιστροφής στο σπίτι μετά από μια
ιδιαίτερα έντονη μέρα στη δουλειά με βγάζει (εντάξει, όχι τυχαία, το παραδέχομαι) σε
σουβλατζίδικο του Παγκρατίου, το οποίο είχα να επισκεφθώ διά ζώσης πριν από το
lockdown. Λίγα μέτρα πιο δίπλα, το καινούριο μπαράκι που στα τέλη Φλεβάρη έβαζε
τις τελευταίες πινελιές κι ετοιμαζόταν να ανοίξει πλέον λειτουργούσε. Καθώς έτρωγα
το πιτόγυρό μου στα όρθια, μια γνώριμη φιγούρα πίσω από τη μπάρα τράβηξε την
προσοχή μου... ήταν ο Παύλος. Μπορεί να φορούσε μάσκα -πάνω από τη μύτη
μάλιστα-, μπορεί να είχα να τον δω πολύ καιρό, αλλά τον αναγνώρισα αμέσως
από το βλέμμα του. Πριν από μερικά χρόνια σέρβιρε ποτά σε κοντινό ροκόμπαρο
που για μεγάλο διάστημα αποτελούσε στέκι της παρέας και τώρα είχε έρθει η ώρα να
ανοίξει το δικό του. «Για δες καιρό που διάλεξα ρε φίλε» μου είπε γεμάτος
αβεβαιότητα και άγχος. Αβεβαιότητα μεγαλύτερη κι από εκείνη που χαρακτήρισε τον
χαιρετισμό μας, καθώς περιοριστήκαμε σε μια δυνατή αγκωνιά αντί για την αγκαλιά
που «πνίξαμε» δίνοντας ρεσιτάλ ατομικής υπευθυνότητας... Και άγχος, γιατί αφενός
δεν υπήρχε ελεύθερο τραπέζι έξω για να καθίσω να τα πούμε με την άνεσή μας και
αφετέρου γιατί η ώρα πλησίαζε δώδεκα... Στα περίπου 45 λεπτά που έμεινα μέχρι
το κλείσιμο, ο Παύλος έδιωχνε κόσμο γιατί δεν είχε τραπέζια παρά μόνο
μέσα. Ποιος όμως είχε όρεξη να κάτσει μέσα...
Λίγες ώρες νωρίτερα είχε πληροφορηθεί τηλεφωνικά από τα αρμόδια κλιμάκια ότι μπορούσε να βάλει μέχρι 12
άτομα έξω και 24 μέσα. «Διότι ο έξω χώρος, ως προς τον συνωστισμό, υπολογίζεται
με βάση τα τετραγωνικά που παραχωρούνται κι όχι με βάση την πραγματικότητα που
λέει ότι δεν υπάρχει τοίχος στα 500 τμ που περιβάλλουν το μαγαζί κι άρα με 3 και 4
μέτρα απόσταση ανάμεσα στα τραπέζια οι πελάτες περιβάλλονται από άλλα 20 τμ ο
καθένας τους. Το γεγονός ότι δίπλα ακριβώς υπάρχει παρκάκι ενώ μεσολαβεί
και δρόμος δεν παίζει ρόλο γιατί ο συνωστισμός υπολογίζεται σαν να είναι
κλεισμένοι αυτοί οι πελάτες σε 24 τετραγωνικά κι άρα πρέπει να είναι 12
άτομα». Μπερδευτήκατε; Η παράνοια που λέγαμε πιο πάνω... Και όλα αυτά την ώρα
που η κ. Κεραμέως ετοιμάζεται να ξανανοίξει τα σχολεία με 25 παιδιά σε τάξεις 40
τετραγωνικών!
Όσο μου τα εξηγούσε αυτά, ένα παιδί από γειτονικό μαγαζί ήρθε του είπε ότι πέρασε
ο υπαστυνόμος από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής και ζήτησε «δώδεκα και ένα
να μην υπάρχει ψυχή στα τραπέζια». Ξεκίνησε τότε η... εκστρατεία ενημέρωσης των
θαμώνων ότι πρέπει σιγά σιγά να ετοιμάζονται. Στις 23:55, με τα νεύρα εμφανώς
τεντωμένα και τον Παύλο στα πρόθυρα κρίσης πανικού, άρχισαν να
ακούγονται από τα ηχεία οι πρώτες νότες του «The Final Coundtown». Μόνο
που τώρα δεν υπήρχε κανένας εορταστικός συμβολισμός, το αντίθετο. Η γνωστή μας
«τιρινίνι» σηματοδοτούσε την αντίστροφη μέτρηση για το κλείσιμο και ταυτόχρονα
λειτουργούσε και σαν... μυοχαλαρωτικό σε μια προσπάθεια να διώξει την ένταση.
Οσοι δεν είχαν φροντίσει να πληρώσουν νωρίτερα για να διευκολύνουν την
κατάσταση πληρώνουν και φεύγουν. Μαζί και εκείνοι που ήρθαν μετά τις έντεκα και
μισή «για μια μπύρα στο φτερό», αφού δεν υπήρχε η πολυτέλεια να διώξεις κάποιον
που κάθεται σε τραπέζι που μόλις ελευθερώθηκε.
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ... ΤΟ ΜΠΛΟΚΑΚΙ ΤΗΣ ΚΛΗΣΗΣ
Και πράγματι, στις δώδεκα και ένα (!!!) το περιπολικό περνάει, τρεις
αστυνομικοί κατεβαίνουν και ελέγχουν το μαγαζί του Παύλου και το
γειτονικό. Όσοι δεν είχαμε ακόμα απομακρυνθεί γίναμε μάρτυρες ενός σκηνικού στα
όρια του σουρεάλ. «Γιατί υπάρχουν ποτήρια σε αυτό το τραπέζι; Γιατί κάθεται
ακόμα κόσμος εδώ;», ρωτάει το όργανο με ύφος στρατηγού. Ο Παύλος ευγενικά
εξηγεί ότι μαζί με τον ένα και μοναδικό σερβιτόρο (καθώς οι συνθήκες δεν
επιτρέπουν να υπάρχουν περισσότεροι κι ας χρειάζονται) μάζεψαν τα τραπέζια και
άφησαν τελευταίο αυτό στο οποίο είχαν τα δικά τους ποτά και καθόταν η γυναίκα του
σερβιτόρου που τον περίμενε για να φύγουν. «Κάνουμε ό,τι μπορούμε». Η
προειδοποιητική βολή όμως είχε πέσει: «Και τι θα κάνεις αν έρθω αύριο και σου
κόψω 10.000;». Από εκείνη τη μέρα ο Παύλος πηγαίνει στο μαγαζί του με ένα
σφίξιμο στην καρδιά. «Ακόμα και αν αντέξω το οικονομικό δεν ξέρω αν θα
σηκώσω το ψυχολογικό βάρος», μου είπε την επόμενη μέρα που ξαναπέρασα για
να δω. «Το μαγαζί δεν αντέχει να έχει δύο άτομα κι έμενα κάθε βράδυ με τόσο μικρό
τζίρο όποτε κάποιες μέρες πρέπει να δουλεύω κανονική βάρδια, άλλα
πραγματικά, δεν μπορώ να μαζέψω ένα μαγαζί σε 20 λεπτά, απλά δεν
γίνεται. Θα πρέπει να κλείνω από τις έντεκα για να το κάνω με τον ρυθμό μου.
Αλίμονο όμως αν κλείνω από τόσο νωρίς... Τα παιδιά δίπλα έχουν 7 άτομα σε μια
χαλαρή μέρα και τα μαζεύουν όλα σε 20 λεπτά. Βέβαια τα δύο μαγαζιά έχουν
διαφορετικό χαρακτήρα και... διαφορετικό τιμοκατάλογο».
Ο Χάντερ Τόμπσον ήταν Αμερικανός δημοσιογράφος που δεν κατέγραφε απλά αλλά
συμμετείχε στα γεγονότα για τα οποία έγραφε. Προφανώς και δεν χρειάζεται να
φτάσουμε στο σημείο να γυρίσουμε όλα τα στέκια της Αθήνας για να δούμε αν
υπάρχουν άλλοι σαν τον Παύλο. Που βλέπουν την πολιτεία αντί να τους στηρίζει
να τους στραγγαλίζει και σαν αν μη φτάνει αυτό, να τους κουνάει και το...
μπλοκάκι της κλήσης. Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι είναι πάρα πολλοί!
Ελπίζω πραγματικά να έχουν το χιούμορ του Παύλου, ο οποίος την Κυριακή το
βράδυ αναρωτιόταν τι θα γινόταν με τον κόσμο στα μπαρ και τις καφετέριες αν ο
τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ πήγαινε στην παράταση...
https://www.koutipandoras.gr/
Όταν το 1971 ο Χάντερ Τόμπσον έγραφε το περίφημο «Φόβος και Παράνοια στο Λας
Βέγκας», προφανώς και δεν φανταζόταν ότι μισό αιώνα μετά, ο συγκεκριμένος τίτλος
θα ήταν ο ιδανικός για να περιγράψει την κατάσταση που επικρατεί στη νυχτερινή
Αθήνα (και όχι μόνο) εξαιτίας των μέτρων για τα ωράρια και τις συνθήκες λειτουργίας
των καταστημάτων εστίασης στην περίοδο του δεύτερου κύματος του κορονοϊού...
Ιδανικός, γιατί περιγράφει την παράνοια των μέτρων που υποχρεώνουν τους
ιδιοκτήτες των καταστημάτων να εξυπηρετούν λιγότερους πελάτες από όσους
αναγκάζονται να διώξουν, με αποτέλεσμα να ζουν με τον φόβο τόσο του
λουκέτου όσο και των αστυνομικών εφόδων που από τις 00:01 βγαίνουν
παγανιά και κουνώντας το δάχτυλο και απειλώντας εκείνους που δεν έχουν
προλάβει να μαζέψουν τα τραπέζια μέχρι το ρολόι να χτυπήσει μεσάνυχτα...
Παρασκευή βράδυ λοιπόν και ο δρόμος της επιστροφής στο σπίτι μετά από μια
ιδιαίτερα έντονη μέρα στη δουλειά με βγάζει (εντάξει, όχι τυχαία, το παραδέχομαι) σε
σουβλατζίδικο του Παγκρατίου, το οποίο είχα να επισκεφθώ διά ζώσης πριν από το
lockdown. Λίγα μέτρα πιο δίπλα, το καινούριο μπαράκι που στα τέλη Φλεβάρη έβαζε
τις τελευταίες πινελιές κι ετοιμαζόταν να ανοίξει πλέον λειτουργούσε. Καθώς έτρωγα
το πιτόγυρό μου στα όρθια, μια γνώριμη φιγούρα πίσω από τη μπάρα τράβηξε την
προσοχή μου... ήταν ο Παύλος. Μπορεί να φορούσε μάσκα -πάνω από τη μύτη
μάλιστα-, μπορεί να είχα να τον δω πολύ καιρό, αλλά τον αναγνώρισα αμέσως
από το βλέμμα του. Πριν από μερικά χρόνια σέρβιρε ποτά σε κοντινό ροκόμπαρο
που για μεγάλο διάστημα αποτελούσε στέκι της παρέας και τώρα είχε έρθει η ώρα να
ανοίξει το δικό του. «Για δες καιρό που διάλεξα ρε φίλε» μου είπε γεμάτος
αβεβαιότητα και άγχος. Αβεβαιότητα μεγαλύτερη κι από εκείνη που χαρακτήρισε τον
χαιρετισμό μας, καθώς περιοριστήκαμε σε μια δυνατή αγκωνιά αντί για την αγκαλιά
που «πνίξαμε» δίνοντας ρεσιτάλ ατομικής υπευθυνότητας... Και άγχος, γιατί αφενός
δεν υπήρχε ελεύθερο τραπέζι έξω για να καθίσω να τα πούμε με την άνεσή μας και
αφετέρου γιατί η ώρα πλησίαζε δώδεκα... Στα περίπου 45 λεπτά που έμεινα μέχρι
το κλείσιμο, ο Παύλος έδιωχνε κόσμο γιατί δεν είχε τραπέζια παρά μόνο
μέσα. Ποιος όμως είχε όρεξη να κάτσει μέσα...
Λίγες ώρες νωρίτερα είχε πληροφορηθεί τηλεφωνικά από τα αρμόδια κλιμάκια ότι μπορούσε να βάλει μέχρι 12
άτομα έξω και 24 μέσα. «Διότι ο έξω χώρος, ως προς τον συνωστισμό, υπολογίζεται
με βάση τα τετραγωνικά που παραχωρούνται κι όχι με βάση την πραγματικότητα που
λέει ότι δεν υπάρχει τοίχος στα 500 τμ που περιβάλλουν το μαγαζί κι άρα με 3 και 4
μέτρα απόσταση ανάμεσα στα τραπέζια οι πελάτες περιβάλλονται από άλλα 20 τμ ο
καθένας τους. Το γεγονός ότι δίπλα ακριβώς υπάρχει παρκάκι ενώ μεσολαβεί
και δρόμος δεν παίζει ρόλο γιατί ο συνωστισμός υπολογίζεται σαν να είναι
κλεισμένοι αυτοί οι πελάτες σε 24 τετραγωνικά κι άρα πρέπει να είναι 12
άτομα». Μπερδευτήκατε; Η παράνοια που λέγαμε πιο πάνω... Και όλα αυτά την ώρα
που η κ. Κεραμέως ετοιμάζεται να ξανανοίξει τα σχολεία με 25 παιδιά σε τάξεις 40
τετραγωνικών!
Όσο μου τα εξηγούσε αυτά, ένα παιδί από γειτονικό μαγαζί ήρθε του είπε ότι πέρασε
ο υπαστυνόμος από το αστυνομικό τμήμα της περιοχής και ζήτησε «δώδεκα και ένα
να μην υπάρχει ψυχή στα τραπέζια». Ξεκίνησε τότε η... εκστρατεία ενημέρωσης των
θαμώνων ότι πρέπει σιγά σιγά να ετοιμάζονται. Στις 23:55, με τα νεύρα εμφανώς
τεντωμένα και τον Παύλο στα πρόθυρα κρίσης πανικού, άρχισαν να
ακούγονται από τα ηχεία οι πρώτες νότες του «The Final Coundtown». Μόνο
που τώρα δεν υπήρχε κανένας εορταστικός συμβολισμός, το αντίθετο. Η γνωστή μας
«τιρινίνι» σηματοδοτούσε την αντίστροφη μέτρηση για το κλείσιμο και ταυτόχρονα
λειτουργούσε και σαν... μυοχαλαρωτικό σε μια προσπάθεια να διώξει την ένταση.
Οσοι δεν είχαν φροντίσει να πληρώσουν νωρίτερα για να διευκολύνουν την
κατάσταση πληρώνουν και φεύγουν. Μαζί και εκείνοι που ήρθαν μετά τις έντεκα και
μισή «για μια μπύρα στο φτερό», αφού δεν υπήρχε η πολυτέλεια να διώξεις κάποιον
που κάθεται σε τραπέζι που μόλις ελευθερώθηκε.
Η ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΚΑΙ... ΤΟ ΜΠΛΟΚΑΚΙ ΤΗΣ ΚΛΗΣΗΣ
Και πράγματι, στις δώδεκα και ένα (!!!) το περιπολικό περνάει, τρεις
αστυνομικοί κατεβαίνουν και ελέγχουν το μαγαζί του Παύλου και το
γειτονικό. Όσοι δεν είχαμε ακόμα απομακρυνθεί γίναμε μάρτυρες ενός σκηνικού στα
όρια του σουρεάλ. «Γιατί υπάρχουν ποτήρια σε αυτό το τραπέζι; Γιατί κάθεται
ακόμα κόσμος εδώ;», ρωτάει το όργανο με ύφος στρατηγού. Ο Παύλος ευγενικά
εξηγεί ότι μαζί με τον ένα και μοναδικό σερβιτόρο (καθώς οι συνθήκες δεν
επιτρέπουν να υπάρχουν περισσότεροι κι ας χρειάζονται) μάζεψαν τα τραπέζια και
άφησαν τελευταίο αυτό στο οποίο είχαν τα δικά τους ποτά και καθόταν η γυναίκα του
σερβιτόρου που τον περίμενε για να φύγουν. «Κάνουμε ό,τι μπορούμε». Η
προειδοποιητική βολή όμως είχε πέσει: «Και τι θα κάνεις αν έρθω αύριο και σου
κόψω 10.000;». Από εκείνη τη μέρα ο Παύλος πηγαίνει στο μαγαζί του με ένα
σφίξιμο στην καρδιά. «Ακόμα και αν αντέξω το οικονομικό δεν ξέρω αν θα
σηκώσω το ψυχολογικό βάρος», μου είπε την επόμενη μέρα που ξαναπέρασα για
να δω. «Το μαγαζί δεν αντέχει να έχει δύο άτομα κι έμενα κάθε βράδυ με τόσο μικρό
τζίρο όποτε κάποιες μέρες πρέπει να δουλεύω κανονική βάρδια, άλλα
πραγματικά, δεν μπορώ να μαζέψω ένα μαγαζί σε 20 λεπτά, απλά δεν
γίνεται. Θα πρέπει να κλείνω από τις έντεκα για να το κάνω με τον ρυθμό μου.
Αλίμονο όμως αν κλείνω από τόσο νωρίς... Τα παιδιά δίπλα έχουν 7 άτομα σε μια
χαλαρή μέρα και τα μαζεύουν όλα σε 20 λεπτά. Βέβαια τα δύο μαγαζιά έχουν
διαφορετικό χαρακτήρα και... διαφορετικό τιμοκατάλογο».
Ο Χάντερ Τόμπσον ήταν Αμερικανός δημοσιογράφος που δεν κατέγραφε απλά αλλά
συμμετείχε στα γεγονότα για τα οποία έγραφε. Προφανώς και δεν χρειάζεται να
φτάσουμε στο σημείο να γυρίσουμε όλα τα στέκια της Αθήνας για να δούμε αν
υπάρχουν άλλοι σαν τον Παύλο. Που βλέπουν την πολιτεία αντί να τους στηρίζει
να τους στραγγαλίζει και σαν αν μη φτάνει αυτό, να τους κουνάει και το...
μπλοκάκι της κλήσης. Είναι παραπάνω από βέβαιο ότι είναι πάρα πολλοί!
Ελπίζω πραγματικά να έχουν το χιούμορ του Παύλου, ο οποίος την Κυριακή το
βράδυ αναρωτιόταν τι θα γινόταν με τον κόσμο στα μπαρ και τις καφετέριες αν ο
τελικός του Τσάμπιονς Λιγκ πήγαινε στην παράταση...