Χωρίς διασφαλίσεις για 800 εργαζομένους, με μειωμένο ελεγκτικό ρόλο για το Δημόσιο, τήρηση απορρήτου για τα στοιχεία που αφορούν τους «δείκτες απόδοσης» της επένδυσης και ανοιχτά παράθυρα για μεγάλες αυξήσεις και νέους σταθμούς διοδίων προχωρά η κυβέρνηση στη fast-track ψήφιση της σύμβασης μέσω της οποίας η πανίσχυρη ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ αποκτά την Αττική Οδό πληρώνοντας 3,27 δισεκατομμύρια ευρώ και περιμένοντας έσοδα 50 δισεκατομμυρίων στην 25ετία.
Τα παραπάνω αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια των πρώτων συνεδριάσεων της Επιτροπής Παραγωγής και Εμπορίου της Βουλής, που συζητά το νομοσχέδιο το οποίο κυρώνει τη νέα σύμβαση με τη ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ. Στη διάρκεια των συνεδριάσεων η κυβέρνηση δέχτηκε σκληρή κριτική για το περιεχόμενο της σύμβασης όχι μόνο από βουλευτές της αντιπολίτευσης, αλλά και από επιστημονικούς φορείς των μηχανικών του Δημοσίου (ΠΟ ΕΜΔΥΔΑΣ) και τον Σύλλογο Μελετητών.
Σε πρώτο πλάνο όμως τέθηκαν οι ανησυχίες των εργαζομένων της Αττικής Οδού που θα έπρεπε να απολυθούν από την κοινοπραξία (ΑΚΤΩΡ) που παραχωρεί το έργο, να πάρουν τις προβλεπόμενες αποζημιώσεις και στη συνέχεια να προσληφθούν με τα ίδια δικαιώματα από τη ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ. Το θέμα τέθηκε από τον εκπρόσωπο των εργαζομένων, Στάθη Λαζάρου, αλλά στη συνέχεια απάντηση ζήτησε από τους αρμοδίους και ο πρόεδρος της Επιτροπής, Χρήστος Μπουκώρος –ένας από τους 11 βουλευτές της Ν.Δ., πλέον 10, που θεωρούνται εσωκομματική αντιπολίτευση.
Ο κ. Λαζάρου τόνισε ότι η σύμβαση που κατέθεσε με πανηγυρισμούς η κυβέρνηση «δεν προβλέπει τίποτε για το προσωπικό και αυτό γεννά αβεβαιότητα στους εργαζομένους που έχουν σωρεύσει τεράστια εμπειρία, η οποία και εξασφαλίζει την καλή λειτουργία της Αττικής Οδού». Κατά τον ίδιο, η ανησυχία επιτείνεται επειδή η νέα εταιρεία (Νέα Αττική Οδός, θυγατρική της ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ) αναζητά εργαζομένους μέσω αγγελιών. Μάλιστα ο νομικός σύμβουλος των εργαζομένων, Γ. Μελισσάρης, ανέφερε ότι ούτε οι αποζημιώσεις έχουν καταβληθεί, ότι γίνονται συζητήσεις με εταιρείες ενοικίασης εργαζομένων και ότι η νέα εταιρεία θα έπρεπε να προσλάβει το προσωπικό με τα ίδια δικαιώματα.
Εκ μέρους του ΤΑΙΠΕΔ ο διευθύνων σύμβουλος χαρακτήρισε «σχεδόν βέβαιο» ότι ο νέος παραχωρησιούχος θα κρατήσει τους εργαζομένους. Από την «Αττική Οδό» που αποχωρεί ο Γ. Συριανός ανέφερε ότι οι αποζημιώσεις θα δοθούν κανονικά. Ομως το νέο «αφεντικό», ο διευθύνων σύμβουλος της «Νέας Αττικής Οδού» Εμμανουήλ Μουστάκας, παραδέχτηκε ότι το προσωπικό θα επαναπροσληφθεί, αλλά με συμβάσεις ορισμένου χρόνου (π.χ. τρίμηνα-εξάμηνα) και όχι αορίστου χρόνου όπως έχουν σήμερα. Ο κ. Μουστάκας δεν άλλαξε την πρόβλεψη, παρά την πίεση που ασκήθηκε τόσο από αντιπολιτευόμενους όσο και από τους κυβερνητικούς βουλευτές.
Ζημιογόνος σύμβαση
Για τον στρεβλό σχεδιασμό που εφαρμόζεται στα έργα παραχωρήσεων με σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα μίλησε εκ μέρους του Συλλόγου Μελετητών Ελλάδας ο Αργύρης Πλέσσιας. Το Δημόσιο, είπε, έπαψε να είναι ο επιβλέπων διαχειριστής των έργων και άφησε τον ρόλο αυτό στους ίδιους τους επενδυτές, όπως έχει επισημάνει εδώ και χρόνια το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο.
«Είναι αδιανόητο να μην περιλαμβάνονται στη σύμβαση οι δείκτες απόδοσης του έργου και να λείπουν αυτά τα παραρτήματα που αποτελούν βασικό της κομμάτι» τόνισε ο κ. Πλέσσιας αναφερόμενος και στον ρόλο του «Ανεξάρτητου Μηχανικού». Πρόκειται για εταιρεία η οποία θα εισηγείται επί κρίσιμων θεμάτων για τη λειτουργία της Αττικής Οδού, ακόμη και για το πότε θα επιβληθούν αυξήσεις στα διόδια, εάν θα δημιουργηθούν νέοι σταθμοί διοδίων ή εάν θα επιβληθούν αυξημένες χρεώσεις στις ώρες αιχμής. Το θέμα είναι ότι αυτός ο «Ανεξάρτητος Μηχανικός», που θα μπορούσε να παίζει και έναν ρόλο «ελεγκτή», επιλέγεται αλλά και αμείβεται από τον επενδυτή και αυτό σημαίνει ότι καθόλου «ανεξάρτητος» δεν είναι. Σημειώνεται ότι ο «Ανεξάρτητος Μηχανικός» θα είναι αρμόδιος βάσει της σύμβασης και για την έγκριση των Εγχειριδίων Λειτουργίας της Νέας Αττικής Οδού, που αποτελούν την «ψυχή του έργου».
«Είναι αδιανόητο να μην περιλαμβάνονται στη σύμβαση οι δείκτες απόδοσης του έργου και να λείπουν αυτά τα παραρτήματα που αποτελούν βασικό της κομμάτι» τόνισε εκ μέρους του Συλλόγου Μελετητών Ελλάδας ο Αργύρης Πλέσσιας
Υπενθυμίζεται ότι όταν τον Ιανουάριο του 2022 αποκλείστηκαν χιλιάδες αυτοκίνητα στα χιόνια, όλοι αναζητούσαν αυτά τα «Εγχειρίδια Λειτουργίας» και αν οι αστοχίες προκλήθηκαν από την τήρηση ή την παραβίασή τους. Βάσει της νέας σύμβασης όμως τα Εγχειρίδια αυτά θα ελέγχονται από το Δημόσιο, αφού εγκριθούν από τον «Ανεξάρτητο Μηχανικό», τόνισε ο κ. Πλέσσιας.
Με μια εκτενή ανάλυση για το πόσο επωφελής ήταν για τους επενδυτές και όχι για το Δημόσιο η σύμβαση της Αττικής Οδού συνόδευσε την κριτική του εκ μέρους της Ομοσπονδίας των Διπλωματούχων Μηχανικών του Δημοσίου (ΠΟΕΜΔΥΔΑΣ) ο πρόεδρός της Δημήτρης Πετρόπουλος. Η ΠΟΕΜΔΥΔΑΣ είχε τοποθετηθεί με εκτενή ανακοίνωσή της στο ίδιο θέμα προσφάτως («Εφ.Συν.» 5/9/2024, «Στο ίδιο κόλπο θεατές και με τη νέα σύμβαση»), τονίζοντας ότι και η νέα σύμβαση οδηγεί σε αντίστοιχα αποτελέσματα. Ο κ. Πετρόπουλος θύμισε ότι με βάση την παλαιά σύμβαση το Δημόσιο φορτώθηκε το μεγαλύτερο μέρος του κόστους, δίνοντας εγγυήσεις για τα δάνεια του παλαιού παραχωρησιούχου, πλήρωσε το 32% του κόστους και ανέλαβε τις απαλλοτριώσεις (1 δισ.) αλλά και το κόστος κατασκευής συνοδών έργων όπως ο προαστιακός σιδηρόδρομος και συνδετήριες οδοί.
Περιέγραψε το σύστημα μέσω του οποίου η Αττική Οδός ανέβαζε το κόστος συντήρησης έως το 1 εκατ. ευρώ ανά χιλιόμετρο και μείωνε τα κέρδη της μέσω τριγωνικών συναλλαγών με θυγατρικές εταιρείες. Το αποτέλεσμα ήταν να παρατείνει έως το απώτατο όριο την παραχώρηση, αφού η σύμβαση έλεγε ότι η Αττική Οδός μπορούσε να επιστρέψει στο Δημόσιο εάν έφτανε σε συγκεκριμένο ύψος απόδοσης κεφαλαίου. Το ίδιο μοντέλο ακολουθείται στη νέα σύμβαση, είπε ο κ. Πετρόπουλος, αναφερόμενος ιδιαίτερα στη δυνατότητα να αυξηθούν τα διόδια έως και κατά 30% τις ώρες αιχμής, δηλαδή τις ώρες εκείνες που μετακινούνται οι άνθρωποι στις εργασίες τους.
Σφοδρή κριτική ασκήθηκε γενικότερα για τα στοιχεία που αποκρύπτονται στη σύμβαση, ενώ βουλευτές τόνισαν ότι αναγκάζονται να κάνουν υπολογισμούς με εύλογα συμπεράσματα βάσει των προβλέψεων για 250.000 διελεύσεις ημερησίως. Πάντως είχε προηγηθεί μία μέρα νωρίτερα ο ίδιος ο υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Χρήστος Σταϊκούρας, που είχε πει ότι το Δημόσιο αναμένει συνολική ωφέλεια 7 δισεκατομμυρίων ευρώ στα 25 χρόνια της παραχώρησης. Μεγάλο μέρος προέρχεται από το τίμημα των 3,27 δισ. που θα καταβάλει αμέσως η ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ, αλλά το υπόλοιπο (3,73 δισ.) αφορά τις εισπράξεις ποσοστού 7,5% επί των ετήσιων εσόδων του αυτοκινητοδρόμου. Εάν πάντως το 7,5% των εσόδων είναι 3,73 δισ., αυτό σημαίνει πως αναμένονται συνολικά έσοδα 50 δισεκατομμυρίων ευρώ σε βάθος 25ετίας και μάλιστα χωρίς να υπάρχει κατασκευαστικό έργο, όπως ίσχυσε στην προηγούμενη σύμβαση. Μια αληθινή χρυσοτόκος όρνιθα...
Παχιά λόγια Σταϊκούρα
Προσπαθώντας χθες να αμβλύνει κάπως τις εντυπώσεις από τη σκληρή κριτική, ο Χρ. Σταϊκούρας υποσχέθηκε, μεταξύ άλλων, να δώσει στην Επιτροπή τα «κρυφά» Παραρτήματα της νέας σύμβασης, όσα «δεν είναι εμπιστευτικά» όπως είπε. Τόνισε ιδιαιτέρως τη σημασία των αυτοκινητοδρόμων που κατασκευάστηκαν με συμβάσεις παραχώρησης και συνέβαλαν στη μείωση των τροχαίων ατυχημάτων. Ζήτησε από την Επιτροπή να προσπαθήσει να φανταστεί την Αττική «χωρίς την Αττική Οδό», ενώ απάντησε ειρωνικά σε όσους μιλούν για άλλα έργα όπως οι επεκτάσεις της Αττικής Οδού, η επέκταση της λεωφόρου Κύμης, η λεωφόρος Κηφισού, η υπογειοποίηση στον Πειραιά, η επέκταση του μετρό, η υποθαλάσσια σύνδεση για Σαλαμίνα κ.ά., παραδεχόμενος ότι «λεφτά δεν υπάρχουν».
Ομως στο θέμα των εργαζομένων της Αττικής Οδού ο κ. Σταϊκούρας περιορίστηκε στα παχιά λόγια, λέγοντας ότι η κυβέρνηση είχε «βασικό μέλημα» να το αντιμετωπίσει με σοβαρότητα και υπευθυνότητα –ασχέτως εάν δεν έβαλε καμία πρόνοια μέσα στη σύμβαση. «Οι εργαζόμενοι θα λάβουν τις νόμιμες αποζημιώσεις τους λόγω της λύσης της εργασιακής σχέσης τους με την Αττική Οδό και τις Αττικές Διαδρομές» είπε ο υπουργός και πρόσθεσε ότι «ο νέος παραχωρησιούχος εξεδήλωσε την πρόθεση να προχωρήσει στην αποκατάσταση των θέσεων εργασίας τους για το νέο έργο για όσους το επιθυμούν». Πώς νοείται αποκατάσταση θέσεων με τρίμηνες συμβάσεις όμως;
Eίναι απορίας άξιο πόσες προειδοποιήσεις επιστημόνων, ειδικών, εκπροσώπων των κοινωνικών φορέων, κομμάτων κτλ χρειάζονται για να γίνει κατανοητό στις Αρχές της Κρήτης αλλά και στην κυβέρνηση το γεγονός ότι βρισκόμαστε σε δρόμο χωρίς επιστροφή για την επερχόμενη ξηρασία και ερημοποίηση του νησιού. Ο υπερτουρισμός χτυπά όλο και πιο δυνατά την πόρτα της Κρήτης, με τα σημάδια να γίνονται κάθε χρόνο και πιο ορατά, ενώ την ίδια στιγμή μειώνονται δραματικά τα αποθέματα νερού σχεδόν σε όλη την έκταση του νησιού.
Βέβαια εδώ και χρόνια, από όταν ξεκίνησε το φαραωνικό έργο του νέου αεροδρομίου στο Καστέλλι, υπήρχαν αρκετοί που έλεγαν ότι οι υπερφιλόδοξες προβλέψεις για τον αριθμό των επισκεπτών (12 έως 15 εκατομμύρια τον χρόνο μόνο στην ανατολική Κρήτη) είναι απόλυτα αντίθετες με τη φέρουσα ικανότητα του νησιού. Ωστόσο, πάντα οι φωνές αυτές αντιμετωπίζονταν περίπου ως γραφικές από τις διαδοχικές κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ – Ν.Δ. – ΣΥΡΙΖΑ που προώθησαν το συγκεκριμένο έργο. Σήμερα μια μελέτη επιστημόνων από το Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο της Θράκης λέει αυτό ακριβώς. Οτι αποτελεί ασυγχώρητο παραλογισμό να σχεδιάζεις αυτό τον τεράστιο αριθμό αφίξεων επισκεπτών, όταν δεν έχεις τους επαρκείς φυσικούς πόρους για να τους εξυπηρετήσεις, στερώντας τους την ίδια στιγμή από τους μόνιμους κατοίκους αλλά και από τα οικοσυστήματα της Κρήτης.
«Κανείς δεν αναρωτήθηκε αν υπάρχουν οι διαθέσιμοι πόροι για να υποστηρίξουν τέτοιο τουριστικό ρεύμα και ταυτόχρονα να μην υπάρξει σημαντική υποβάθμιση ή κατάρρευση του φυσικού περιβάλλοντος, αλλά και της πολιτισμικής κληρονομιάς του νησιού» έλεγε πριν από λίγες μέρες («Καθημερινή», 26/7/2024) η Αλεξάνδρα Γκεμιτζή, καθηγήτρια στο Τμήμα Γεωπληροφορικής του Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης. Η ομάδα της εκπόνησε μελέτη χαρτογραφώντας την ελληνική επικράτεια με μια νέα μέθοδο που συνδυάζει κοινωνικοοικονομικούς και περιβαλλοντικούς δείκτες ώστε να διαμορφωθεί ένας Δείκτης Φέρουσας Ικανότητας Ανάπτυξης (Carrying Capacity Index – CCDI), ένα μέτρο δηλαδή για το μέγιστο επίπεδο της ανθρώπινης δραστηριότητας και του πληθυσμού που ένα περιβάλλον ή σύστημα μπορεί να αντέξει μακροπρόθεσμα χωρίς να υποβαθμιστεί.
Στην ουσία η κ. Γκεμιτζή απαντά στο ερώτημα που κανένας αρμόδιος φορέας στην Κρήτη (περιφέρεια, δήμοι, ξενοδόχοι, επιμελητήρια, τουριστικοί πράκτορες κ.ά.) δεν τόλμησε ποτέ να απαντήσει: «Πόσους τουρίστες χωράει το νησί;». Ομοίως και οι διαχρονικά αρμόδιοι υπουργοί όλων των κυβερνήσεων που περνώντας από την Κρήτη τη χαρακτηρίζουν «ναυαρχίδα» της βαριάς μας βιομηχανίας, χωρίς όμως να μπορούν ή να θέλουν να καθορίσουν πόσους τουρίστες μπορεί να αντέξει η… ναυαρχίδα χωρίς να «βουλιάξει».
Δεν καταλαβαίνουν
Οπως λέει και η κ. Γκεμιτζή, οι πολίτες αλλά και οι πολιτικοί δείχνουν να μην κατανοούν το πρόβλημα όταν τίθενται τέτοια ερωτήματα, σε σχέση δηλαδή με το πόσους τουρίστες μπορεί να αντέξει ένας τόπος: «Η συντριπτική πλειοψηφία πιστεύει ότι το πρόβλημα έγκειται στην έλλειψη υποδομών και όχι στην έλλειψη πόρων. Επικρατεί δηλαδή η λανθασμένη αντίληψη ότι υπάρχουν ανεξάντλητοι πόροι, όπως νερό, τρόφιμα, ενέργεια κ.ά., οι οποίοι για να γίνουν διαθέσιμοι προς χρήση χρειάζονται απλώς περισσότερες υποδομές».
Στο ίδιο μήκος κύματος είναι και η κοινή ανακοίνωση τριών διακεκριμένων ερευνητών από το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κρήτης: «Οι ελάχιστες βροχοπτώσεις και το χιόνι του περασμένου χειμώνα σε συνδυασμό με τις κατά μέσο όρο πολύ υψηλές θερμοκρασίες καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του χρόνου, αλλά και του προηγούμενου δημιουργούν πλέον έντονες συνθήκες λειψυδρίας σε πολλά μέρη του νησιού μας» λένε σε κοινή δημόσια παρέμβασή τους οι επιστήμονες Χαράλαμπος Φασουλάς (γεωλόγος), Μιχάλης Δρετάκης (βιολόγος) και Πέτρος Λυμπεράκης (βιολόγος-ερπετολόγος).
«Με βάση τις προβλέψεις για αφίξεις-ρεκόρ αυτό το καλοκαίρι, που σε μηνιαία βάση θα διπλασιάσουν ή τριπλασιάσουν τον πληθυσμό του νησιού και με τα δεδομένα που η ίδια η τουριστική βιομηχανία μάς προσφέρει, ότι ο μέσος επισκέπτης ξοδεύει τριπλάσιο νερό απ’ τον μόνιμο κάτοικο, καταλαβαίνουμε όλοι ότι οι συνθήκες που θα δημιουργηθούν θα είναι εκρηκτικές» τονίζουν στην κοινή ανακοίνωσή τους, επισημαίνοντας πως «συμπεριφερόμαστε ωσάν να μην υπάρχουν επιπτώσεις από την υπερεκμετάλλευση των υπόγειων και επιφανειακών υδάτων στα οικοσυστήματα και στον άνθρωπο».
Οι... φίλοι εργολάβοι
Ολα τα παραπάνω στα αυτιά ενός ανήσυχου πολίτη ακούγονται ως καμπανάκι κινδύνου. Στα αυτιά των επενδυτών και της κυβέρνησης πάντως ηχούν ως καμπάνες μοναδικής ευκαιρίας για μπίζνες. Οι προειδοποιήσεις των επιστημόνων χρησιμοποιούνται από την κυβέρνηση όχι για να επιβάλει μέτρα περιορισμού της κατανάλωσης, π.χ. στους ξενοδόχους και γενικότερα στην τουριστική αλυσίδα, αλλά ως αφορμή για εκπόνηση επιχειρηματικών σχεδίων για τους φίλους της εργολάβους.
Η ολλανδική εταιρεία HVA, στην οποία ανατέθηκε το master plan για τη διαχείριση των υδάτων στη Θεσσαλία και την αποκατάσταση των καταστροφών από την κακοκαιρία Daniel, με κυβερνητική απόφαση ανέλαβε πριν από λίγες μέρες και τη μελέτη για τη διαχείριση των νερών της Κρήτης.
Και παρόλο που το σχέδιο που παρουσίασε η εταιρεία για τη Θεσσαλία χαρακτηρίστηκε από τους επιστήμονες και τους τοπικούς φορείς ως «συρραφή παλιών ιδεών» που αποβλέπει στη δημιουργία ιδιωτικού φορέα διαχείρισης των υδάτων, φαίνεται πως το ίδιο μοντέλο, με τον ίδιο στόχο, ακολουθείται και για την Κρήτη. Από κοντά και η (πανταχού παρούσα) ΤΕΡΝΑ, η οποία ανέλαβε να χρηματοδοτήσει με δωρεά την εκπόνηση της μελέτης που θα κάνει η ολλανδική εταιρεία HVA. Η σχετική σύμβαση υπεγράφη στις 25/7 από τους εκπροσώπους των δύο εταιρειών και τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης Κώστα Τσιάρα, ενώ ο περιφερειάρχης Κρήτης Σταύρος Αρναουτάκης (ο ίδιος που δεν έχει απαντήσει ποτέ πόσους τουρίστες χωράει η Κρήτη) ομολόγησε πως το συγκεκριμένο σχέδιο το επεξεργάζεται από το 2016.
Τη θέση του CEO στην ολλανδική εταιρεία HVA κατέχει ο Μιλτιάδης Γκουζούρης, ο οποίος στο παρελθόν έχει διατελέσει σύμβουλος του υπουργού Αγροτικής Ανάπτυξης επί κυβέρνησης Σαμαρά, Αθανάσιου Τσαυτάρη.
Οι Data Journalists φέρνουν στο φως την απόφαση της Αρχής που περιγράφει μεθοδεύσεις «νόθευσης του ανταγωνισμού» υπέρ της συγκεκριμένης επιχείρησης από τον διαδημοτικό φορέα της Κεντρικής Μακεδονίας που αναθέτει το έργο.
Πώς γίνεται ένας «ανταγωνιστικός διάλογος» να οδηγεί σε «πρωτοφανή κατάσταση στρέβλωσης του ανταγωνισμού»(ΕΔΩ)υπέρ της πανίσχυρης κατασκευαστικής ΤΕΡΝΑ; Την απάντηση στο ερώτημα δίνει απόφαση της Ενιαίας Αρχής Δημοσίων Συμβάσεων (ΕΑΔΗΣΥ) σε έργο διαχείρισης σκουπιδιών αξίας 250 εκατομμυρίων ευρώ, κοντά στην Θεσσαλονίκη. Η απόφαση της Αρχής είναι καταπέλτης κατά του διαδημοτικού φορέα της Κεντρικής Μακεδονίας που αναθέτει το έργο καθώς περιγράφει μεθοδεύσεις «νόθευσης του ανταγωνισμού» (ΕΔΩ) υπέρ της συγκεκριμένης επιχείρησης η οποία, με την γενικότερη κυριαρχία της σε κάθε μορφής αναθέσεις, έχει φτάσει να σωρεύσει ένα τεράστιο ανεκτέλεστο συμβάσεων έργου και επενδύσεων (επισήμως 5,7 δισ. ευρώ) που απειλεί ακόμη και την υλοποίησή τους.
Η απόφαση της ΕΑΔΗΣΥ την οποία αποκαλύπτουν οι Data Journalists ζητά την ακύρωση της συγκεκριμένης διαδικασίας του διαγωνισμού μέσω «ανταγωνιστικού διαλόγου» που ξεκίνησε το 2021 με φορέα υλοποίησης τον Περιφερειακό Σύνδεσμο Φορέων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΦΟΔΣΑ) Κεντρικής Μακεδονίας. Ο ΦΟΔΣΑ ανέλαβε την ανάθεση και υλοποίηση ενός έργου που έχει ανακοινωθεί πολλάκις από την κυβέρνηση και είναι η Μονάδα Επεξεργασίας Απορριμμάτων (ΜΕΑ) Δυτικού Τομέα Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας. Η μονάδα θα κατασκευαστεί έξω από την Θεσσαλονίκη, κοντά στον ΧΥΤΑΜαυροράχης και είναι μία από τις δεκάδες εγκαταστάσεις στις οποίες η κυβέρνηση υπόσχεται να γίνεται η επεξεργασία των απορριμμάτων. Διακηρυγμένος στόχος, όπως λέει σε κάθε ευκαιρία ο αρμόδιος Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας Μανώλης Γραφάκος (σταθερός στην θέση παρά τις αλλαγές τριών υπουργών από το 2019), είναι αυτή η επεξεργασία να παράγει ανακυκλώσιμα υλικά, κομπόστ (βιοαπόβλητα) αλλά και υλικά που θα οδηγούνται σε καύση – ή όπως προτιμά να το λέει η κυβέρνηση, «ενεργειακή αξιοποίηση».
Κάπου εδώ, φαίνεται πως βρίσκεται και η ρίζα της όλης μεθόδευσης… Ποιος και πώς θα καίει το καύσιμο που παράγεται από τα σκουπίδια; Το καύσιμο αλλάζει ανάλογα με την τεχνολογία που χρησιμοποιείται. Αλλιώς γίνεται η επεξεργασία εάν θα καεί σε κάποιο τσιμεντάδικο και αλλιώς εάν προορίζεται για μονάδα παραγωγής ενέργειας. Το βασικότερο: Στην Ελλάδα υπάρχουν μόνο τσιμεντάδικα που καίνε ήδη απορριματογενή καύσιμα σε σχετικά μικρές – προς το παρόν – ποσότητες, στον Βόλο και αλλού. Κάτι άλλο επίσης σημαντικό: Έχει σημασία πόσο κοντά στην Μονάδα Επεξεργασίας Απορριμμάτων θα είναι το τσιμεντάδικο για να μην κοστίζει πολύ η μεταφορά χιλιάδων τόνων καυσίμων. Ένα ακόμη κρίσιμο ερώτημα: Ποιος θα αποφασίζει πού θα καούν τα απορριμματογενή καύσιμα; Θα είναι ο ΦΟΔΣΑ ή ο ανάδοχος του έργου;
Στον συγκεκριμένο διαγωνισμό, πάντως, αποκαλύφθηκε στην πορεία κάτι που δεν ήταν γνωστό εξ αρχής. Ο ΦΟΔΣΑ ανέθετε αυτή την ευθύνη στον ανάδοχο. Και έτσι, προέκυπταν ευνοϊκές συνθήκες για την ΤΕΡΝΑ η οποία συμπράττει με την ΤΙΤΑΝ που διαθέτει μονάδα παραγωγής τσιμέντου στην Ευκαρπία Θεσσαλονίκης, δηλαδή πολύ κοντά στην Μονάδα Επεξεργασίας Απορριμμάτων. Με βάση αυτό το «προνόμιο», όπως δέχεται η απόφαση της ΕΑΔΗΣΥ, η συγκεκριμένη σύμπραξη μπορεί να πετύχει μικρότερο κόστος, να ζητήσει μικρότερο τίμημα και να κερδίσει ως φθηνότερη την εκμετάλλευση της ΜΕΑ για 27 χρόνια.
Όλα τα παραπάνω περιγράφονται αναλυτικά στην 50σέλιδη απόφαση της ΕΑΔΗΣΥ. Υπάρχουν μάλιστα σημεία, όπου ανάμεσα στις περίπλοκες και τυπικές νομικές διατυπώσεις, τα επιχειρήματα και τις αντικρούσεις, γίνεται σαφώς και χωρίς περιστροφές λόγος για φωτογραφικές διατάξεις, ασυμβίβαστα αλλά και για «αθέμιτο»(ΕΔΩ) και «ανεπίτρεπτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» (ΕΔΩ) υπέρ της ΤΕΡΝΑ. Στον διαγωνισμό για το συγκεκριμένο έργο επεξεργασίας 300.000 τόνων ετησίως, συμμετέχουν εκτός της σύμπραξης ΤΕΡΝΑ-ΤΙΤΑΝ, άλλοι τέσσερις ενδιαφερόμενοι:
Στην ΕΑΔΗΣΥ κατέθεσαν προδικαστικές προσφυγές τον περασμένο Αύγουστο δύο εκ των ενδιαφερομένων, οι ΑΚΤΩΡ-ΗΛΕΚΤΩΡ και ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ. Το Ε Κλιμάκιο της Αρχής συνεδρίασε για τις προσφυγές στις 10/10/23 και εξέδωσε απόφαση στις 30 Οκτωβρίου.
Εκεί, μεταξύ άλλων αναφέρεται ότι:
Η ΑΚΤΩΡ-ΗΛΕΚΤΩΡ ζητά να ακυρωθεί η Πρόσκληση Β’ Φάσης- Στάδιο Β.ΙΙ του επίμαχου Διαγωνισμού και η ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ να ακυρωθεί στο σύνολό της η από 21.07.2023 Πρόσκληση Υποβολής Προσφορών και το σχέδιο της Σύμβασης Σύμπραξης, και σε κάθε περίπτωση να ακυρωθούν οι όροι, βάσει των οποίων η ευθύνη της διαχείρισης και διάθεσης του δευτερογενούς/απορριματογενούς καυσίμου ανατίθεται στον ανάδοχο Ιδιωτικό Φορέα Σύμπραξης (ΙΦΣ).
Γενικότερα οι προσφυγές στρέφονται κατά αποφάσεων που έλαβε ο ΦΟΔΣΑ τον Ιούλιο του 2023 καθώς αυτές άλλαξαν τα δεδομένα σε σχέση με τις αρχικές αποφάσεις όταν ξεκινούσε ο διαγωνισμός στα πρώτα στάδια του 2021. Σχολιάζοντας, η απόφαση αναφέρει ότι βάσει του νόμου 4412/2016, «οι αναθέτουσες αρχές αντιμετωπίζουν τους οικονομικούς φορείς ισότιμα και χωρίς διακρίσεις και ενεργούν με διαφάνεια, τηρώντας την αρχή της αναλογικότητας, της αμοιβαίας αναγνώρισης, της προστασίας του δημόσιου συμφέροντος, της προστασίας των δικαιωμάτων των ιδιωτών, της ελευθερίας του ανταγωνισμού και της προστασίας του περιβάλλοντος και της βιώσιμης και αειφόρου ανάπτυξης. Ο σχεδιασμός των διαδικασιών σύναψης συμβάσεων δεν γίνεται με σκοπό […] τον τεχνητό περιορισμό του ανταγωνισμού. Ο ανταγωνισμός θεωρείται ότι περιορίζεται τεχνητά όταν οι διαδικασίες σύναψης συμβάσεων έχουν σχεδιαστεί με σκοπό την αδικαιολόγητα ευνοϊκή ή δυσμενή μεταχείριση ορισμένων οικονομικών φορέων»
Αναφέρεται επίσης ότι «οι όροι των εγγράφων της σύμβασης πρέπει να είναι σαφείς και πλήρεις ώστε να επιτρέπουν την υποβολή άρτιων και συγκρίσιμων μεταξύ τους προσφορών. Οι τεχνικές προδιαγραφές εξασφαλίζουν ισότιμη πρόσβαση των οικονομικών φορέων στη διαδικασία σύναψης σύμβασης και δεν έχουν ως αποτέλεσμα […] να ευνοούνται ή να αποκλείονται ορισμένες επιχειρήσεις ή ορισμένα προϊόντα».
«Όσον αφορά συγκεκριμένα στο αντικείμενο του έργου, αυτό καθορίστηκε το πρώτον με την Πρόσκληση Β’ Φάσης- Στάδιο Β.ΙΙ», τον Ιούλιο του 2023. Ενώ δηλαδή στην Πρόσκληση Α Φάσης τον Μάιο του 2021 αναφερόταν ότι ο ιδιωτικός φορέας σύμπραξης «θα αναλάβει μέρος ή σύνολο των δευτερογενών προϊόντων», με την Πρόσκληση Β’ Φάσης- Στάδιο Β.ΙΙ και συγκεκριμένα στο Μέρος 3 του Παραρτήματος 5Α της Σύμβασης Σύμπραξης προβλέπεται πια (οριστικά) ότι «αποτελεί υποχρέωση του ΙΦΣ η διαχείριση ή και πώληση των δευτερογενών προϊόντων της επεξεργασίας των Συμβατικών Αποβλήτων και ειδικότερα: • Των λοιπών Δευτερογενών Προϊόντων (απορριμματογενές καύσιμο και, εφόσον παράγονται, της ενέργειας και του κομπόστ προερχόμενο από τα σύμμεικτα αστικά απόβλητα».
Στην απόφαση, η ΕΑΔΗΣΥ αποφαίνεται ότι ο ΦΟΔΣΑ με τα επιχειρήματά του συνομολογεί τον ισχυρισμό της ΑΚΤΩΡ-ΗΛΕΚΤΩΡ ότι «οι ρευστές οικονομικές συνθήκες δεν μπορούν να εξασφαλίσουν μακροπρόθεσμα την διάθεση του απορριμματογενούς καυσίμου στην τσιμεντοβιομηχανία και ότι είναι αναγκαίο, η διαχείριση των δευτερογενών αποβλήτων να πραγματοποιείται από την Αναθέτουσα Αρχή, ώστε να είναι δυνατή η απορρόφηση δευτερογενών καυσίμων από άποψη ποσοτήτων, προδιαγραφών και τιμών σε βάθος χρόνου».
Σε άλλο σημείο ο ΦΟΔΣΑ ισχυρίζεται ότι οι δεσμευτικές απαιτήσεις προβλέφθηκαν μεταγενέστερα με τον νόμο 4819/2021 και την αναθεωρημένη μελέτη του Περιφερειακού Σχεδιασμού Διαχείρισης Απορριμμάτων (ΠΕΣΔΑ Κεντρικής Μακεδονίας) το 2023.
Η ΕΑΔΗΣΥ απορρίπτει τον ισχυρισμό λέγοντας ότι ο ΠΕΣΔΑ προβλέπει, ότι «προς επίτευξη των στόχων για ελαχιστοποίηση της ταφής, τα υπολείμματα επεξεργασίας καθώς και τα παραγόμενα απορριμματογενή καύσιμα θα οδηγούνται σε μονάδα ενεργειακής αξιοποίησης με θερμική επεξεργασία υπό την ευθύνη του ΥΠΕΝ ή άλλου αρμόδιου κατά νόμο φορέα, ενδεχομένως σε συνδυασμό και με χρήση απορριμματογενών καυσίμων σε ενεργοβόρες βιομηχανικές εγκαταστάσεις, στον βαθμό που το τελευταίο κριθεί ενδεδειγμένο». Συνεπώς, στο έγγραφο του ΠΕΣΔΑ προβλέπεται σαφώς, ότι η διαχείριση των αποβλήτων θα πρέπει να πραγματοποιείται από την Αναθέτουσα Αρχή.
Απορρίπτεται επίσης ως αβάσιμος ο ισχυρισμός του ΦΟΔΣΑ, ότι «τυχόν διαχείριση των αποβλήτων από την αναθέτουσα αρχή, αφενός θα συνεπάγεται καθυστερήσεις λόγω της υποχρέωσης συχνής διενέργειας διαγωνισμών και αφετέρου εξάρτηση του ΙΦΣ και της λειτουργίας της μονάδας από ενέργειες τρίτου φορέα, με όλες τις εντεύθεν συνέπειες για τον προγραμματισμό της παραγωγής του ΙΦΣ βάσει του προγραμματισμού διάθεσης του καυσίμου και των απαιτήσεων ποιότητας αυτού».
Και τούτο, διότι η Αναθέτουσα Αρχή έχει την ευχέρεια να καθορίζει τους όρους και την διάρκεια των υπό δημοπράτηση συμβάσεων (άρα και την συχνότητα διενέργειας των διαγωνισμών), όπως και τις ειδικότερες παραμέτρους εκτέλεσης συμβάσεων μεταξύ διαφορετικών αναδόχων, σύμφωνα με τις ανάγκες της, από ποσοτική και ποιοτική άποψη.
Η ΑΚΤΩΡ-ΗΛΕΚΤΩΡ «παραδεκτώς προσέβαλε στο παρόν στάδιο του Διαγωνισμού την «φωτογραφικότητα» (ΕΔΩ) των όρων της Διακήρυξης που προβλέπουν διαχείριση δευτερογενών αποβλήτων από τον ιδιώτη, όπως αυτή οριστικοποιήθηκε το πρώτον με την Πρόσκληση Β’ Φάσης- Στάδιο Β.ΙΙ και οι οποίοι όροι επιτρέπουν την συμμετοχή στον Διαγωνισμό μόνο της ΕΝΩΣΗΣ ΤΕΡΝΑ- ΤΙΤΑΝ». Μάλιστα, προστίθεται ότι το έργο αποτελεί Σύμπραξη Δημοσίου-Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ) και επομένως μέρος της επένδυσης αναλαμβάνεται από τον ιδιώτη, άρα «η εξασφάλιση της διάθεσης δευτερογενούς καυσίμου αποτελεί βασική παράμετρο χρηματοδοτησιμότητας (bankability) από δυνητικές δανείστριες τράπεζες και, ως εκ τούτου, κομβική παράμετρο του έργου και βασικό στοιχείο διαμόρφωσης Δεσμευτικής Προσφοράς».
Σε άλλο σημείο, η αναθέτουσα αρχή υποστηρίζει ότι «η διαχείριση του απορριμματογενούς καυσίμου δεν περιορίζεται σε μία εταιρεία ή σε μια εγκατάσταση» και δεν περιορίζεται στην παραγωγή τσιμέντου «της Θεσσαλονίκης (δηλαδή του ΤΙΤΑΝ) και του Βόλου (Lafarge)».
Ισχυρίζεται ακόμη ότι αφού γίνονται εισαγωγές απορριμματογενούς καυσίμου από Αγγλία και Ιταλία αυτό «αποδεικνύει ότι υπάρχει μεγάλη ζήτηση στην ελληνική αγορά και μάλιστα είναι βιώσιμο να υπάρχει χρήση εναλλακτικού καυσίμου από τις ενεργοβόρες τσιμεντοβιομηχανίες».
Η ΕΑΔΗΣΥ δεν πείθεται από το επιχείρημα λέγοντας ότι «σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, οι υπόλοιπες ελληνικές τσιμεντοβιομηχανίες, οι οποίες απέχουν σε απόσταση μεγαλύτερη απ’ αυτές του Βόλου και της Θεσσαλονίκης, θα ήταν πιο ασύμφορες οικονομικά».
Αλλού ο ΦΟΔΣΑ ισχυρίζεται ότι και σε άλλες Μονάδες Επεξεργασίας που ήδη λειτουργούν (Δυτική Μακεδονία, Σέρρες, Ήπειρος, Πελοπόννησος, Ηλεία), η διαχείριση των δευτερογενών προϊόντων ανήκει στον ιδιώτη (σσ δηλαδή πάλι την ΤΕΡΝΑ που έχει αναλάβει Ηπειρο-Πελοπόννησο). «Είναι αδιάφορο πώς αξιολογήθηκε ο όρος αυτός σε άλλες διαγωνιστικές διαδικασίες» αναφέρει η απόφαση και προσθέτει ότι «στις ως άνω συμβάσεις ΣΔΙΤ που επικαλείται η αναθέτουσα Αρχή δεν παρήγετο απορριμματογενές καύσιμο».
Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην απόφαση της ΕΑΔΗΣΥ ότι το ασυμβίβαστο της συμμετοχής της ΤΕΡΝΑ-ΤΙΤΑΝ «και η χορήγηση σ’αυτήν αθέμιτου ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος (ΕΔΩ),προέκυψε ως αυτόματη συνέπεια της ανάθεσης της ευθύνης της διαχείρισης του δευτερογενούς καυσίμου στον ΙΦΣ, που επήλθε δεσμευτικώς, το πρώτον, δια της προσβαλλόμενης Πρόσκλησης Υποβολής Προσφορών» .
Στο επιχείρημα της ΜΥΤΙΛΗΝΑΙΟΣ ότι προκαλείται «νόθευση του ανταγωνισμού υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις (αφού μόνον η ΤΙΤΑΝ ευρίσκεται σε κοντινή απόσταση από το έργο και δύναται να υποδεχθεί το απορριματογενές καύσιμο, η οποία ωστόσο μετέχει σε ανταγωνιστικό σχήμα)», η αναθέτουσα αρχή απαντά ότι «η προσφεύγουσα επιχειρεί να προσαρμόσει τους όρους του διαγωνισμού στις δικές της ανάγκες».
Όμως η ΕΑΔΗΣΥ αποφαίνεται ότι οι όροι που τέθηκαν «επάγονται ανεπίτρεπτο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα υπέρ ενός μόνον συμμετέχοντος προς βλάβη των υπολοίπων και πάντως της προσφεύγουσας, η οποία στερείται του δικαιώματος διαφύλαξης της μυστικότητας της προσφοράς της και υποβολής ανταγωνιστικής προσφοράς».
Στο επιχείρημα της αναθέτουσας Αρχής, ότι υφίστανται περισσότερες «εναλλακτικές» επιλογές για την διάθεση του απορριματογενούς καυσίμου, η ΕΑΔΗΣΥ αναφέρει ότι «οι τσιμεντοβιομηχανίες αποτελούν επί του παρόντος τους μόνους κατάλληλους υποδοχείς δευτερογενούς καυσίμου, αφού είναι οι μόνες βιομηχανίες, που έχουν πραγματοποιήσει επενδύσεις και υποδομές για την επεξεργασία των εκπομπών αερίων ρύπων από την καύση SRF και έχουν αδειοδοτηθεί προς τούτο».
Η ΕΑΔΗΣΥ αντικρούει το επιχείρημα ότι θα μπορούσαν τα δευτερογενή καύσιμα να διατεθούν σε γειτονικές χώρες όπως η Βουλγαρία. Αυτό «αποδεικνύει αφ’ ενός μεν την βασιμότητα των ισχυρισμών περί του ότι οι συνθήκες στην αγορά είναι τέτοιες που δεν παρέχουν εναλλακτικές, ικανές να διασφαλίσουν συνθήκες ισότιμης μεταχείρισης των οικονομικών φορέων, αφ’ ετέρου δε το γεγονός, ότι η μόνη ένωση, που μπορεί να ανταποκριθεί με χαμηλό κόστος σ’ αυτήν την απαίτηση και να διατυπώσει μία εξόχως ρεαλιστική και βιώσιμη προσφορά, είναι η ένωση ΤΕΡΝΑ – ΤΙΤΑΝ».
Απορρίπτει επίσης τον ισχυρισμό ότι γίνονται εισαγωγές στην Ελλάδα τέτοιων καυσίμων καθώς αυτός, «οδηγεί στο συμπέρασμα, ότι, και στις χώρες προέλευσης, οι εγκαταστάσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις καύσης SRF είναι ελάχιστες, γεγονός, που ωθεί στην διάθεση στο εξωτερικό, με υπέρογκο κόστος μεταφοράς».
«Με τους ισχυρισμούς της η αναθέτουσα Αρχή, ότι οι διαγωνιζόμενοι οφείλουν να λάβουν υπ’ όψη τους, για την διατύπωση της προσφοράς τους, «μακροχρόνιες» παραδοχές και ότι δεν είναι υποχρεωτικό να προβλέψουν την διάθεση σε μονάδες ενεργειακής αξιοποίησης, αφού μπορούν να απευθυνθούν σε μονάδες της χώρας «ή του εξωτερικού» για την διάθεση του δευτερογενούς καυσίμου, συνομολογεί, ότι οι τιθέμενοι όροι είναι ευνοϊκά διακείμενοι υπέρ της Ένωσης ΤΕΡΝΑ – ΤΙΤΑΝ».
Μετά την απόφαση της ΕΑΔΗΣΥ που ακυρώνει τις αποφάσεις του ΦΟΔΣΑ Κεντρικής Μακεδονίας, το μέλλον του διαγωνισμού για την ΜΕΑ παραμένει άγνωστο. Είναι πολύ πιθανόν να κατατεθεί έφεση ή να αναλάβουν ρόλο τα δικαστήρια οπότε οι εξελίξεις θα απαιτήσουν χρόνο.
Σε κάθε περίπτωση, η συγκεκριμένη απόφαση είναι με τον τρόπο της ενδεικτική της ισχύος της ΤΕΡΝΑ που έχει καταφέρει τα τελευταία χρόνια να αποκτήσει απόλυτα πρωταγωνιστικό ρόλο σε δημόσια έργα, έργα ΣΔΙΤ, παραχωρήσεις και επενδύσεις στην ενέργεια.
Σύμφωνα με τα επίσημα οικονομικά αποτελέσματα του ομίλου ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ για το πρώτο εξάμηνο του 2023, το ανεκτέλεστο του κατασκευαστικού τομέα έφτασε σε ιστορικό υψηλό ύψους 5,7 δισεκατομμυρίων ευρώ. Δηλαδή, η εταιρεία έχει αναλάβει να εκτελέσει και να χρηματοδοτήσει έργα αυτού του ύψους, έχοντας «στο ταμείο» διαθέσιμα 1,44 δισ. αλλά και δανειακές υποχρεώσεις που ξεπερνούν τα 3 δισ.
Το ανεκτέλεστο θα φτάσει σύντομα στα 8 δισ. με βάση συμβάσεις που είναι σε εκκρεμότητα. Υπενθυμίζεται ότι η ΤΕΡΝΑ εμπλέκεται σε τεράστια έργα, όπως το νέο αεροδρόμιο στο Καστέλλι Ηρακλείου Κρήτης και το Ολοκληρωμένο Τουριστικό συγκρότημα στο Ελληνικό.
Από το 2021, η ΤΕΡΝΑ έχει ανακηρυχθεί ανάδοχος να αναλάβει την Εγνατία Οδό αλλά ακόμη δεν έχει υπογραφεί η σύμβαση που θα την υποχρεώσει να καταβάλει και το τίμημα των 1,5 δισ. ευρώ. Σε αυτή την υπόθεση, η ΤΕΡΝΑ ισχυρίζεται ότι η ευθύνη της καθυστέρησης ανήκει στην κυβέρνηση, ενώ πολλοί υποστηρίζουν ότι η μεταβίβαση φρέναρε προεκλογικά, διότι θα οδηγούσε και στην επιβολή πανάκριβων διοδίων.
Πάνω από 3,2 δισ. θα απαιτηθούν και για να αποκτήσει η ΤΕΡΝΑ την Αττική Οδό για την οποία κατέθεσε προσφορά-μαμούθ, ενώ επιδιώκει να αναλάβει και τον υπόλοιπο Βόρειο Οδικό Άξονα Κρήτης (ΒΟΑΚ) που θα απαιτήσει επίσης πάνω από 1,7 δισ. αλλά και ρόλο στις επεκτάσεις της Αττικής Οδού, αξίας άνω του 1 δισ. ευρώ.
Αναφερόμενος στις ανησυχίες που γεννά το γιγαντιαίο ανεκτέλεστο και τις υποχρεώσεις που αυτό δημιουργεί, ο επικεφαλής του ομίλου ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ Γ. Περιστέρης, έχει υποστηρίξει ότι το μεγαλύτερο μέρος του προέρχεται «από κατασκευές του ομίλου με χαμηλότερο ρίσκο», τονίζοντας ότι «και στα έργα προς τρίτους, οι προσπάθειες του ομίλου εστιάζουν ώστε οι συμβάσεις να είναι πιο εξασφαλισμένες με ρήτρες και να προστατεύουν την εταιρεία από απότομες διακυμάνσεις».
Όλα αυτά, την ώρα που γενικότερα ο κατασκευαστικός κλάδος διαμαρτύρεται διότι η κυβέρνηση καθυστερεί να λάβει αποφάσεις ώστε το κόστος των έργων να ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα όπως αυτή διαμορφώνεται από την εκτόξευση των διεθνών τιμών των υλικών.
Υψηλά ανεκτέλεστα έχουν και άλλες μεγάλες κατασκευαστικές αλλά το «φορτίο» της ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ απέχει παρασάγγας. Η ΓΕΚ-ΤΕΡΝΑ έχει πρόσφατα υποχρεωθεί να προχωρήσει σε διαψεύσεις δημοσιευμάτων που παραπέμπουν σε ταμειακή στενότητα λόγω των υψηλών υποχρεώσεων που έχει αναλάβει και υπαινίσσονται απροθυμία των τραπεζών να χορηγούν συνεχώς εγγυήσεις στην επιχείρηση.