Λεπτομερείς παρατηρήσεις των αρχαιότερων άστρων στο κέντρο του γαλαξία μας, τα οποία γεννήθηκαν μόλις ένα δισεκατομμύριο χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, έκανε μια διεθνής ομάδα ερευνητών. Τα αποτελέσματα της μελέτης παρουσιάστηκαν στην Εθνική Συνάντηση Αστρονομίας της Βασιλικής Αστρονομικής Εταιρείας της Βρετανίας.
Μερικά από τα αστέρια που γεννήθηκαν λιγότερο από ένα δισεκατομμύριο χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη υπάρχουν ακόμη και σήμερα και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για να μελετηθεί πώς ήταν οι γαλαξίες όταν άρχισαν να σχηματίζονται.
Η ερευνήτρια του Ινστιτούτου Αστρονομίας του Πανεπιστημίου του Κέμπριτζ και μέλος της ερευνητικής ομάδας, Άνκε Άρεντσεν, τα χαρακτηρίζει «λείψανα από το πρώιμο σύμπαν».
Τα αστέρια αυτά μπορούν να αναγνωριστούν από την παρθένα χημική τους σύνθεση, καθώς αποτελούνται κυρίως από υδρογόνο και ήλιο, με πολύ μικρότερη αφθονία βαρύτερων στοιχείων σε σχέση με νεότερους αστέρες, όπως ο Ήλιος. Οι αστρονόμοι συνήθως αναζητούν αυτά τα αρχαία αστέρια μακριά από το επίπεδο του δίσκου του γαλαξία μας, στο χαμηλής πυκνότητας φωτοστέφανο γύρω από το γαλαξία, όπου είναι πιο εύκολο να τα βρουν.
Η ανεύρεσή τους στα πυκνά εσωτερικά τμήματα του γαλαξία μας είναι δύσκολη, καθώς ο οπτικός μας ορίζοντας προς το κέντρο του γαλαξία εμποδίζεται από μεγάλες ποσότητες διαστρικής σκόνης, ενώ και τα αρχαία αστέρια είναι εξαιρετικά σπάνια συγκρινόμενα με την αφθονία των νεότερων αστεριών.
Η ομάδα Pristine Inner Galaxy Survey (PIGS) διαπίστωσε ότι τα αστέρια αυτά περιστρέφονται αργά γύρω από το κέντρο του γαλαξία μας και φαίνεται ότι περνούν το μεγαλύτερο μέρος της μακράς ζωής τους κοντά στο γαλαξιακό κέντρο.
Στη συγκεκριμένη έρευνα οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν ένα ειδικό φίλτρο απεικόνισης στο τηλεσκόπιο Καναδά-Γαλλίας-Χαβάης (CFHT) και επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματά τους με φασματοσκοπικές παρατηρήσεις με το Αγγλο-αυστραλιανό Τηλεσκόπιο (ΑΑΤ), οπότε έκαναν τις πιο λεπτομερείς παρατηρήσεις αστεριών στο εσωτερικό του γαλαξία μας.
Στη συνέχεια οι παρατηρήσεις τους συνδυάστηκαν με δεδομένα από τη διαστημική αποστολή Gaia για να μελετηθεί ο τρόπος με τον οποίο αυτά τα αστέρια κινούνται στον γαλαξία μας. Αποδεικνύεται ότι όσο παλαιότερα είναι τα αστέρια, τόσο πιο χαοτικές είναι οι κινήσεις τους, αλλά ακόμη και τα πολύ παλαιότερα αστέρια εξακολουθούν να παρουσιάζουν κάποια μέση περιστροφή γύρω από το κέντρο του γαλαξία.
Επίσης, εντόπισαν ότι πολλά από αυτά τα αστέρια περνούν σχεδόν όλη τους τη ζωή στο εσωτερικό του γαλαξία, μέσα σε μια περιοχή που φτάνει μόνο μέχρι τη μέση μεταξύ του γαλαξιακού κέντρου και του Ήλιου.
Δεν είναι είδηση, είναι κοινό μυστικό μεταξύ των αστρονόμων: εδώ και δεκαετίες, εκατομμύρια άνθρωποι διαβάζουν κάθε μέρα τις προβλέψεις για λάθος ζώδιο.
Ο λόγος είναι ότι οι αστρολόγοι επιμένουν να υπολογίζουν τα ωροσκόπια με βάση τη θέση του ζωδιακού κύκλου όπως ήταν πριν από 3.000 χρόνια, όχι όπως είναι σήμερα.
Η απόκλιση είναι μεγάλη και οφείλεται στην ταλάντωση του άξονα περιστροφής της Γης, λόγω της οποίας τα άστρα έχουν μετατοπιστεί στον ουρανό από τότε που αναπτύχθηκε η αστρολογία.
Και αυτό σημαίνει ότι οι ημερομηνίες στις οποίες αντιστοιχούν τα ζώδια πέφτουν έξω κατά σχεδόν ένα μήνα.
Ο ζωδιακός κύκλος
Οι αστρολόγοι υπολογίζουν τα ζώδια με βάση τη θέση του Ήλιου σε σχέση με συγκεκριμένους αστερισμούς την ημερομηνία γέννησης κάθε ανθρώπου.
Οι 12 αυτοί αστερισμοί σχηματίζουν τον λεγόμενο ζωδιακό κύκλο. Τι είναι όμως αυτό;
Όπως το έθετε η NASA σε παλαιότερη ανακοίνωσή της, «φανταστείτε μια ευθεία γραμμή που ξεκινά από τη Γη, διαπερνά τον Ήλιο και εκτείνεται πέρα από το Ηλιακό Σύστημα, εκεί όπου βρίσκονται τα άστρα».
Στη συνέχεια, φανταστείτε τη Γη να ακολουθεί την πορεία της γύρω από τον Ήλιο. Η νοητή γραμμή θα περιστρεφόταν και θα έδειχνε κάθε φορά διαφορετικό αστερισμό.
Ο ζωδιακός κύκλος είναι οι αστερισμοί προς τους οποίους δείχνει η νοητή γραμμή στη διάρκεια ενός έτους.
Ο ζωδιακός κύκλος αποτελείται από τους αστερισμούς μπροστά από τους οποίους φαίνεται να περνάει ο Ήλιος στη διάρκεια ενός έτους (Wikimedia Commons)
Το φαινόμενο λόγω του οποίου οι υπολογισμοί των αστρονόμων αποκλίνουν από την πραγματικότητα είναι η λεγόμενη μετάπτωση – ο κλυδωνισμός στον άξονα περιστροφής της Γης που προκαλεί η βαρυτική έλξη της Σελήνης και του Ήλιου.
Λόγω αυτής της μετάπτωσης, η θέση του Ήλιου στον ζωδιακό κύκλο σε μια οποιαδήποτε συγκεκριμένη ημερομηνία έχει αλλάξει από την εποχή των Βαβυλώνιων που ανέπτυξαν τη σημερινή αστρονομία.
Η μετάπτωση δεν είναι κάποιο περίπλοκο φαινόμενο που παρατήρησε πρόσφατα από τη NASA – η ανακάλυψή της αποδίδεται στον αστρονόμο Ίππαρχο, ο οποίος έζησε από το 190 έως το 120 π.Χ.
Παρόλα αυτά, οι αστρονόμοι δεν καταδέχτηκαν να αλλάξουν τους χάρτες του ζωδιακού κύκλου που χρησιμοποιούν για τις προβλέψεις τους.
Για όσους λοιπόν επιμένουν να διαβάζουν τα ωροσκόπια, οι πραγματικές ημερομηνίες που αντιστοιχούν στα ζώδια είναι σύμφωνα με τη NASA οι εξής:
Αιγόκερως: 20 Ιανουαρίου – 16 Φεβρουαρίου
Υδροχόος: 16 Φεβρουαρίου – 11 Μαρτίου
Ιχθείς: 11 Μαρτίου – 18 Απριλίου
Κριός: 18 Απριλίου – 13 Μαΐου
Ταύρος: 13 Μαΐου – 21 Ιουνίου
Δίδυμοι: 21 Ιουνίου – 20 Ιουλίου
Καρκίνος: 20 Ιουλίου – 10 Αυγούστου
Λέων: 10 Αυγούστου – 16 Σεπτεμβρίου
Παρθένος: 16 Σεπτεμβρίου – 30 Οκτωβρίου
Ζυγός: 30 Οκτωβρίου – 23 Νοεμβρίου
Σκορπιός: 23 με 29 Νοεμβρίου
Οφιούχος: 29 Νοεμβρίου – 17 Δεκεμβρίου
Τοξότης: 17 Δεκεμβρίου – 20 Ιανουαρίου
Το λάθος του Οφιούχου
Πέρα από τη μετάπτωση του άξονα περιστροφής, οι υπολογισμοί των αστρολόγων πάσχουν και από ένα ακόμα πρόβλημα.
Όπως θα ππαρατηρήσετε, ότι η παραπάνω λίστα αστερισμών περιλαμβάνει και τον Οφιούχο, με τον οποίο τα ζώδια αυξάνονται από 12 στα 13.
Οι Βαβυλώνιοι γνώριζαν για τον Οφιούχο, επέλεξαν όμως να μην τον προσθέσουν στον ζωφιακό κύκλο, καθώς χρησιμοποιούσαν ημερολόγιο με 12 μήνες και ήθελαν κάθε μήνας να αντιστοιχεί σε ένα διαφορετικό ζώδιο.
Προτίμησαν έτσι να αγνοήσουν τον Οφιούχο και να μοιράσουν τις ημερομηνίες που του αντιστοιχούν στα γειτονικά ζώδια του Σκορπιού και του Τοξότη.
Ήταν μια αυθαίρετη επιλογή που διατηρήθηκε για χιλιετίες μέχρι και σήμερα.
Γίνεται έτσι σαφές ότι, όπως και να το δει κανείς, οι υπολογισμοί των αστρονόμων έχουν μεγάλη απόκλιση από το τι συμβαίνει πραγματικά στον ουρανό.
Για όσους όμως το μαθαίνουν μόλις τώρα, όλο το Σύμπαν ανατρέπεται.
Ραδιοσήματα με παράξενο μοτίβο που θυμίζει «χτύπο καρδιάς» και προέρχονται μέσα από την ατμόσφαιρα του Ήλιου ανακάλυψε μια διεθνής ομάδα αστρονόμων, τα οποία αν τα μελετήσουν, πιθανόν να κατανοήσουν καλύτερα τις ισχυρότερες εκρήξεις του ηλιακού συστήματος, τις ηλιακές εκλάμψεις.
«Η ανακάλυψη είναι απροσδόκητη», δήλωσε ο Sijie Yu, αστρονόμος στο Κέντρο Ηλιακής-Γεωμετρικής Έρευνας του Τεχνολογικού Ινστιτούτου του Νιου Τζέρσεϊ, σε ανακοίνωση του πανεπιστημίου για τα ραδιοσήματα μέσα από τον Ήλιο, που δημοσιεύθηκε στην ιστοσελίδα StudyFinds και μεταδίδει η ΕΡΤ.
Ειδικότερα, οι αστρονόμοι εντόπισαν τα ραδιοσήματα μέσα σε μια ηλιακή έκλαμψη κατηγορίας C, σε ύψος 5.000 χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια του Ήλιου. «Αυτό το μοτίβο είναι σημαντικό για την κατανόηση του τρόπου με τον οποίο απελευθερώνεται και διαχέεται η ενέργεια στην ατμόσφαιρα του Ήλιου κατά τη διάρκεια αυτών των απίστευτα ισχυρών ηλιακών εκρήξεων.
Ωστόσο, η προέλευση αυτών των επαναλαμβανόμενων μοτίβων (quasi-periodic pulsations, QPP) αποτελεί μυστήριο και θέμα συζήτησης μεταξύ των επιστημόνων», πρόσθεσε ο Sijie Yu.
Τι είναι οι ηλιακές εκλάμψεις
Οι ηλιακές ραδιο-εκρήξεις είναι έντονες εκρήξεις ραδιοκυμάτων από τον Ήλιο, οι οποίες συχνά συνδέονται με ηλιακές εκλάμψεις και είναι γνωστό ότι εκπέμπουν ραδιοσήματα με επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Οι ερευνητές εντόπισαν τα ραδιοσήματα ενώ μελετούσαν τις μικροκυματικές παρατηρήσεις μιας ηλιακής έκλαμψης, με τη βοήθεια του τηλεσκοπίου Expanded Owns Valley Solar Array (EOVSA).
Το EOVSA παρατηρεί συστηματικά τον Ήλιο σε ένα ευρύ φάσμα μικροκυματικών συχνοτήτων από 1 έως 18 gigahertz (GHz) και είναι ευαίσθητο στη ραδιοακτινοβολία που εκπέμπεται από ηλεκτρόνια υψηλής ενέργειας στην ατμόσφαιρα του Ήλιου, τα οποία ενεργοποιούνται στις ηλιακές εκλάμψεις.
Ο «χτύπος καρδιάς»
Παρατηρώντας την ηλιακή έκλαμψη, η ομάδα εντόπισε ραδιοεκρήξεις με ένα μοτίβο που επαναλαμβανόταν κάθε 10 με 20 δευτερόλεπτα. Το μοτίβο αυτό θύμιζε «χτύπο καρδιάς», είπε ο Yuankun Kou, διδακτορικός φοιτητής στο Πανεπιστήμιο Nanjing της Κίνας και επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης.
Προς έκπληξή τους, οι ερευνητές εντόπισαν και ένα δεύτερο ραδιοσήμα που παλλόταν με παρόμοιο τρόπο. Χρησιμοποιώντας το τηλεσκόπιο EOVSA, οι ερευνητές μέτρησαν το ενεργειακό φάσμα των ηλεκτρονίων στις δύο ραδιοπηγές και διαπίστωσαν ότι και οι δύο είναι στενά συνδεδεμένες.
Η ομάδα δημιούργησε επίσης ένα αριθμητικό μοντέλο της ηλιακής έκλαμψης χρησιμοποιώντας παρατηρήσεις που ελήφθησαν από τον δορυφόρο GOES της Εθνικής Υπηρεσίας Ωκεανών και Ατμόσφαιρας των ΗΠΑ (NOAA). Ο δορυφόρος μπορεί να μετρήσει τις εκπομπές μαλακών ακτίνων Χ από την ατμόσφαιρα του Ήλιου σε δύο διαφορετικές ενεργειακές ζώνες.
Η ανάλυση των ερευνητών αποκάλυψε «νησίδες» μαγνητικού ρεύματος που μοιάζουν με φυσαλίδες, οι οποίες μπορούν να επηρεάσουν την ποσότητα της ενέργειας που απελευθερώνεται κατά τη διάρκεια μιας ηλιακής έκρηξης.
«Η εμφάνιση μαγνητικών νησίδων παίζει βασικό ρόλο στη ρύθμιση του ρυθμού απελευθέρωσης ενέργειας κατά τη διάρκεια αυτής της έκρηξης», ανέφερε ο Xi Cheng, καθηγητής αστρονομίας στο Τεχνολογικό Ινστιτούτο του Νιου Τζέρσεϊ. «Μια τέτοια περιοδική διαδικασία απελευθέρωσης ενέργειας οδηγεί σε μια επαναλαμβανόμενη παραγωγή ηλεκτρονίων υψηλής ενέργειας, η οποία εκδηλώνεται ως QPP στα μικροκύματα και στα μήκη κύματος των μαλακών ακτίνων Χ».
Σύμφωνα με τους συγγραφείς της μελέτης, τα ευρήματα αποκαλύπτουν νέα στοιχεία για τις ηλιακές εκλάμψεις. Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature Communications».
Αν η ανακάλυψη επιβεβαιωθεί, η βιογραφία του Σύμπαντος θα πρέπει να γραφτεί από την αρχή.
Παρατηρήσεις του διαστημικού τηλεσκοπίου James Webb υποδεικνύουν ότι οι πρώτοι μεγάλοι γαλαξίες εμφανίστηκαν πολύ νωρίτερα από ό,τι πίστευαν οι κοσμολόγοι.
Το τηλεσκόπιο απαθανάτισε έξι υποψήφιους γαλαξίες που είχαν ήδη ωριμάσει περίπου 500 με 700 εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη, η οποία γέννησε το Σύμπαν πριν από 13,8 δισεκατομμύρια χρόνια.
Και οι έξι γαλαξίες έχουν αναπάντεχα μεγάλη μάζα και περιέχουν περίπου τον ίδιο αριθμό άστρων με τον δικό μας Γαλαξία, παρόλο που είναι δεκάδες φορές μικρότεροι σε όγκο.
«Είναι τρελό» σχολίασε η Έρικα Νέλσον του Πανεπιστημίου του Κολοράντο στο Μπόλντερ, μέλος της διεθνούς ομάδας που παρουσιάζει τη μελέτη στο περιοδικό Nature.
«Απλά δεν περιμέναμε ότι το νεαρό Σύστημα θα οργανωνόταν τόσο γρήγορα. Αυτοί οι γαλαξίες δεν θα έπρεπε να είχαν τον χρόνο να σχηματιστούν» είπε η Νέλσον σε δελτίο Τύπου του πανεπιστημίου.
Οι έξι υποψήφιοι γαλαξίες διακρίνονται ως κουκίδες. Εμφανίζονται κόκκινοι λόγω της διαστολής του Σϋμπαντος (Swinburne University of Technology)
«Κανείς δεν περίμενε ότι θα βρίσκαμε κάτι τέτοιο. Οι υποψήφιοι γαλαξίες είναι πολύ πιο ώριμοι από ό,τι περιμέναμε. Φαίνεται ότι εξελίχθηκαν ταχύτερα από ό,τι επιτρέπουν τα καθιερωμένα μοντέλα μας» δήλωσε στο Reuters ο Τζόελ Λίζα, αστροφυσικός του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια.
«Μουσείο τεράτων»
Ο μεγαλύτερος από τους έξι υποψήφιους γαλαξίες έχει μάζα 100 δισεκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από τη μάζα του Ήλιου, περίπου όσο ο δικός μας Γαλαξίας. Παραδόξως, όμως, έχει 30 φορές μικρότερο όγκο από τον «Μίλκι Ουέι».
Οι αρχέγονοι γαλαξίες «είναι ριζικά διαφορετικοί» από τους γαλαξίες στο σημερινό Σύμπαν, δήλωσε ο Άιβο Λάμπε του Πανεπιστημίου «Σουίνμπεργκ» στη Μελβούρνη, επικεφαλής της μελέτης.
«Αν ο δικός μας Γαλαξίας ήταν ένας μέσος ενήλικας κανονικού μεγέθους, ας πούμε 1,75 μέτρα σε ύψος και 70 κιλά σε βάρος, αυτοί οι γαλαξίες θα ήταν μωρά ενός έτους που θα ζύγιζαν το ίδιο αλλά θα είχαν ανάστημα κάτω από 7 εκατοστά. Το πρώιμο Σύμπαν είναι μουσείο τεράτων» είπε.
Η αλήθεια είναι ότι οι εν λόγω γαλαξίες δεν είναι οι αρχαιότεροι που έχουν εντοπιστεί με το James Webb. Το υπέρυθρο διαστημικό τηλεσκόπιο ανακάλυψε πέρυσι τέσσερις γαλαξίες που εκτιμάται ότι σχηματίστηκαν μόλις 350 εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη. Πρόκειται όμως για νάνους συγκριτικά με τα νέα αντικείμενα και δεν εξέπληξαν τους αστρονόμους.
Οι ερευνητές τονίζουν πάντως ότι θα απαιτηθούν περαιτέρω παρατηρήσεις για να επιβεβαιωθεί ότι τα νέα αντικείμενα είναι πράγματι γαλαξίες και έχουν όντως τόσο μεγάλη μάζα.
Παρόλα αυτά, «ακόμα και αν μόνο ένας από αυτούς τους γαλαξίες είναι αληθινός, η ανακάλυψη ξεπερνά τα όρια των γνώσεών μας για την κοσμολογία» είπε η Νέλσον.
Οι έξι υποψήφιοι γαλαξίες, οι οποίοι εντοπίστηκαν σε μια μικρή περιοχή του ουρανού στη Μεγάλη Άρκτο, υποδεικνύουν ότι τα άστρα που είχαν προλάβει να σχηματιστούν περίπου μισό δισεκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη περιείχαν 10 με 100 φορές περισσότερη μάζα από ό,τι θα αναμενόταν.
Μάλιστα οι υπολογισμοί των ερευνητών υποδεικνύουν ότι η (κανονική) ύλη που περιείχε τότε το Σύμπαν δεν θα έπρεπε να επαρκεί για να σχηματιστούν τόσο πολλά άστρα τόσο γρήγορα.
Εξήγηση ακόμα δεν υπάρχει, ωστόσο η ερευνητική ομάδα σχεδιάζει να συγκεντρώσει νέες παρατηρήσεις προκειμένου να επιβεβαιωθούν τα ευρήματα.
Στο μεταξύ, το James Webb θα μπορούσε να πετύχει έναν από τους πρωταρχικούς στόχους της αποστολής του, τον εντοπισμό των πρώτων άστρων που άναψαν στο Σύμπαν.
Τα πρώτα αυτά άστρα εκτιμάται ότι εμφανίστηκαν περίπου 100 με 200 εκατομμύρια χρόνια μετά τη Μεγάλη Έκρηξη και είχαν 1.000 φορές μεγαλύτερη μάζα από τον Ήλιο.
Η μελέτη τους θα μπορούσε να προσφέρει νέα στοιχεία για τη βρεφική ηλικία του Σύμπαντος.
Η οποία όπως φαίνεται ήταν πολύ πιο περιπετειώδης από ό,τι νομίζαμε.
Δεδομένου ότι ο Δίας βρίσκεται πολύ μακρύτερα από τον Ήλιο από ό,τι η Γη, θα περίμενε κανείς ότι ο μεγαλύτερος πλανήτης του Ηλιακού Συστήματος είναι μάλλον κρύος.
Κι όμως, ο Δίας είναι πολύ πιο θερμός ό,τι υποδεικνύουν τα μοντέλα των πλανητολόγων. Και όπως φαίνεται μαστίζεται και από σποραδικά κύματα καύσωνα, αποκαλύπτουν οι τελευταίες παρατηρήσεις.
Κύμα ζέστης που ανέβασε τη θερμοκρασία στους 700 βαθμούς Κελσίου καταγράφηκε να εξαπλώνεται στον Δία σε απόσταση 130.000 χιλιομέτρων, απόσταση δέκα φορές μεγαλύτερη από τη διάμετρο της Γης, ανέφεραν ερευνητές της ευρωπαϊκής διαστημικής υπηρεσίας JAΧΑ σε συνέδριο πλανητικής επιστήμης που πραγματοποιείται στη Γρανάδα της Ισπανίας.
Η ατμόσφαιρα του Δία, διάσημη για τις ζώνες των πολύχρωμων νεφών της, θα έπρεπε θεωρητικά να μένει παγωμένη στους -70 βαθμούς Κελσίου, δεδομένου ότι ο πλανήτης δέχεται λιγότερο από το 4% της ηλιακής ακτινοβολίας που φτάνει στη Γη.
Στην πραγματικότητα όμως η θερμοκρασία των νεφών υπερβαίνει τους 400 βαθμούς σε όλη την έκταση του Δία. Ένα μέρος αυτής της θερμότητας πηγάζει από το εσωτερικό του, αυτό όμως δεν επαρκεί για να εξηγηθεί η διαφορά θερμοκρασίας ανάμεσα στις μετρήσεις και τις θεωρητικές εκτιμήσεις.
Σέλας
Η ερευνητική ομάδα που παρουσίασε τη μελέτη είχε διαπιστώσει πέρυσι ότι ο μηχανισμός που ανεβάζει τη θερμοκρασία σχετίζεται με το σέλας. Όπως συμβαίνει και στη Γη, το σέλας προκαλείται από ηλιακά πρωτόνια που παγιδεύονται από το πλανητικό μαγνητικό πεδίο και εκτρέπονται προς τους πόλους, όπου συγκρούονται με μόρια της ατμόσφαιρας και παράγουν λάμψεις.
Η διαφορά είναι ότι το σέλας στον βόρειο και τον νότιο πόλο του Δία είναι πολύ πιο έντονο και διαρκές. Λόγω της ενέργειας των εισερχόμενων ηλιακών σωματιδίων, το σέλας μπορεί να θερμάνει την περιοχή γύρω από τους πόλους στους 700 βαθμούς Κελσίου.
Έτσι φαίνεται πως ξεκίνησε το κύμα καύσωνα που καταγράφει η μελέτη. Η μάζα θερμών αερίων εμφανίστηκε αρχικά στην περιοχή του βόρειου σέλατος και, ωθούμενη από τους ανέμους, κινήθηκε προς τον ισημερινό με ταχύτητα χιλιάδων χιλιομέτρων την ώρα.
Αιτία ήταν πιθανότητα κάποιο επεισόδιο έξαρσης της ηλιακής δραστηριότητας, το οποίο αύξησε τον βομβαρδισμό της ατμόσφαιρας με ηλιακά σωματίδια.
Τα ευρήματα της μελέτης, λένε οι ερευνητές, συμπληρώνουν ένα κομμάτι στο παζλ της καυτής ατμόσφαιρας του Δία.
Όπως σχολίασε ο δρ Τζέιμς Ο’ Ντόνοχιου της JAXA, επικεφαλής της μελέτης, «παρόλο που το σέλας διοχετεύει συνεχώς θερμότητα στον υπόλοιπο πλανήτη, τα επεισόδια θερμού κύματος αποτελούν μια επιπρόσθετη, σημαντική πηγή ενέργειας».
»Τα ευρήματα αυξάνουν τις γνώσεις μας για τον καιρό και το κλίμα της ανώτερης ατμόσφαιρας του Δία και προσφέρουν πολύτιμη βοήθεια στην προσπάθεια να λύσουμε το πρόβλημα ‘ενεργειακής κρίσης’ στη μελέτη των γιγάντιων πλανητών».
Και να ουρλιάξει κανείς στο διάστημα το σίγουρο είναι ότι ουδείς θα τον ακούσει, εκτός κι αν πρόκειται για… μαύρη τρύπα, όπως λέει η NASA.
Επιστήμονες της αμερικανικής υπηρεσίας διαστήματος αποκάλυψαν τον ήχο που κάνει μια μαύρη τρύπα χρησιμοποιώντας μια ειδική τεχνολογία, που αποκαλείται ηχοποίηση.
Ο ανατριχιαστικός, ομολογουμένως, ήχος, που ακούγεται στο απόσπασμα που έδωσε στη δημοσιότητα η NASA, προέρχεται από μια υπερμεγέθη μαύρη τρύπα, που βρίσκεται στο κέντρο του σμήνους γαλαξιών Περσέας και απέχει περίπου 55 εκατομμύρια έτη φωτός από τη Γη.
Η μαύρη τρύπα συνδέθηκε για πρώτη φορά με τον ήχο το 2003 και χρησιμοποιήθηκε ως περιπτωσιολογική μελέτη, αφού οι αστρονόμοι ανακάλυψαν ότι η πίεση από την μαύρη τρύπα προκάλεσε κυματισμούς στα καυτά αέρια του σμήνους γαλαξιών.
Ο ήχος θεωρήθηκε ότι ήταν περίπου 57 οκτάβες κάτω από το μέσο Ντο και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να τον συλλάβουν τα ανθρώπινα αυτιά. Ωστόσο, χρησιμοποιώντας την ηχοποίηση - τη μετάφραση των αστρονομικών δεδομένων σε ήχο - οι αστρονόμοι άλλαξαν τον τόνο σε 58 οκτάβες πάνω από την εκτιμώμενη ένταση τους, έτσι ώστε οι ήχοι της μαύρης τρύπας να μπορούν να ακούγονται από τον άνθρωπο.
Χρησιμοποιώντας ηχητικά κύματα που καταγράφηκαν για πρώτη φορά από το αστεροσκοπείο Chnadra X-Ray στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ οι επιστήμονες πήραν ραδιοφωνικά ηχητικά κύματα και τα συνέθεσαν εκ νέου για να τα κάνουν να ακούγονται. Οι νέοι ήχοι από τη μαύρη τρύπα έρχονται σε αντίθεση με την ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι δεν υπάρχει ήχος στο διάστημα. Όπως, όμως, εξηγεί η NASA στην ανάρτησή της στο Twitter: «Η εσφαλμένη αντίληψη ότι δεν υπάρχει ήχος στο διάστημα προέρχεται επειδή το μεγαλύτερο μέρος του είναι ένα κενό, που δεν παρέχει τρόπο για να ταξιδέψουν τα ηχητικά κύματα. Ένα σμήνος γαλαξιών έχει τόσο πολλά αέρια, που έχουμε συλλάβει τον πραγματικό ήχο. Εδώ ενισχύεται και αναμειγνύεται με άλλα δεδομένα, για να ακούσουμε μια μαύρη τρύπα».
Το τηλεσκόπιο James Webb, που αποτελεί και το πιο ισχυρό στον κόσμο, έγινε το κέντρο της προσοχής ολόκληρου του πλανήτη πριν λίγες ημέρες, οπότε και δημοσιοποιήθηκαν εικόνες που κατέγραψε, μεταξύ των οποίων και η πιο βαθιά εικόνα του σύμπαντος που καταγράφηκε ποτέ.
Τώρα, το πανίσχυρο τηλεσκόπιο φαίνεται πως ενδέχεται να ανακάλυψε τον πιο μακρινό γαλαξία που έχει παρατηρηθεί στα χρονικά, ο οποίος υπήρχε πριν από 13,5 δισεκατομμύρια χρόνια.
Ο συγκεκριμένος γαλαξίας ονομάζεται GLASS-z13 και εκτιμάται πως υπήρχε μόλις 300 εκατομμύρια χρόνια μετά το Big Bang, δηλαδή το κοσμικό φαινόμενο που αποτέλεσε την «αφετηρία» του σύμπαντος. Αυτό σημαίνει πως είναι 100 εκατομμύρια χρόνια προγενέστερος από το προηγούμενο ρεκόρ που έχει καταγραφεί, σύμφωνα με όσα είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο (AFP) ο Ρόχαν Ναϊντού από το Κέντρο Αστροφυσικής του Χάρβαρντ και είναι και ο βασικός συγγραφέας μιας μελέτης που αναλύει δεδομένα από τις πρώτες παρατηρήσεις του διαστημικού τηλεσκοπίου James Webb.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση, το φως από τον γαλαξία GLASS-z13 υπολογίζεται πως εκπέμπεται πριν από 13,5 δισεκατομμύρια χρόνια.
Αν και αυτή η μελέτη δεν έχει αξιολογηθεί ακόμη, δημοσιεύτηκε ως «προεπισκόπηση» προκειμένου να είναι άμεσα προσβάσιμη από την κοινότητα των ειδικών. Έχει υποβληθεί προς δημοσίευση σε επιστημονική επιθεώρηση, σύμφωνα με τον Ναϊντού.
Ήδη πολλοί αστρονόμοι σχολιάζουν με ενθουσιασμό τη συγκεκριμένη ανακάλυψη στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. «Τα ρεκόρ στην αστρονομία ήδη παραπαίουν», έγραψε στο Twitter ο Τόμας Τσουρμπούχεν, επιστημονικός συνεργάτης της NASA, ο οποίος έκανε λόγο για «πολλά υποσχόμενο» εύρημα.
Μια δεύτερη επιστημονική ομάδα κατέληξε επίσης στο ίδιο συμπέρασμα με τον Ρόχαν Ναϊντού, κάτι που τον κάνει «πιο σίγουρο» για την εκτίμησή του.
Μόλις ξεκίνησε επίσημα το καλοκαίρι στο βόρειο ημισφαίριο και στον ουρανό έχουν δώσει «ραντεβού» πέντε πλανήτες (Ερμής, Αφροδίτη, Άρης, Δίας, Κρόνος). Η σπάνια σύνοδός τους δεν θα γίνει ξανά ορατή πριν το 2040.
To σπάνιο φαινόμενο
Το φαινόμενο μπορεί να παρατηρηθεί και με γυμνό μάτι πριν την αυγή έως τη Δευτέρα 27 Ιουνίου, ενώ το Σάββατο, 25 Ιουνίου, στη «συνάντηση των πέντε» θα παρεισφρήσει και η Σελήνη («εκπροσωπώντας» τη Γη), ανάμεσα στην Αφροδίτη και τον Άρη.
Είναι, μεταξύ άλλων, μία σπάνια ευκαιρία να δει κανείς τον Ερμή, τον κοντινότερο στον Ήλιο πλανήτη του ηλιακού συστήματός μας, ο οποίος συνήθως «εξαφανίζεται» λόγω του έντονου ηλιακού φωτός.
Σύμφωνα με το Live Science Space.com, μια πλανητική ευθυγράμμιση δεν έχει συμβεί από τις 5 Μαρτίου 1864 – πριν από 158 χρόνια.
Οι πλανήτες θα φαίνονται σαν ένα «κολιέ από μαργαριτάρια» κοντά στον ορίζοντα και μάλιστα με τη σειρά που πράγματι απέχουν από τον Ήλιο. Η καλύτερη ώρα για παρατήρηση εκτιμάται ότι είναι 45 έως 90 λεπτά πριν την ανατολή του Ήλιου, σε κατεύθυνση ανατολική, ιδανικά με σημείο παρατήρησης κάποιο ψηλό σημείο, όπως λόφο.
Μετά τον Ιούνιο οι πλανήτες θα τραβήξουν σταδιακά ο καθένας τον δικό του δρόμο και θα φαίνονται πια πιο διάσπαρτοι στον ουρανό.
Χωριστοί δρόμοι
Μετά τον Ιούνιο, οι πλανήτες θα αρχίσουν σταδιακά να ακολουθούν χωριστούς δρόμους, με τον Κρόνο, τον Άρη, τον Δία και την Αφροδίτη να αρχίζουν να εμφανίζονται πιο απλωμένοι στον ουρανό, σύμφωνα με τη NASA.
Μέχρι τον Σεπτέμβριο, η Αφροδίτη και ο Κρόνος δεν θα είναι πλέον ορατοί στους περισσότερους παρατηρητές τις πρωινές ώρες – οπότε δείτε τους τώρα που μπορείτε.
Μία πολύ σημαντική και πρωτοπόρα ανακάλυψη, έπειτα από 100 χρόνια έρευνας στον τομέα της αστρονομίας και της αστροφυσικής, έφεραν σήμερα στο φως επιστήμονες. Πρόκειται για την καταγραφή της πρώτης μαύρης τρύπας στο γαλαξία μας, η οποία βρίσκεται στο επίκεντρό του Milky Way, σύμφωνα με τους επιστήμονες και έρχεται να επιβεβαιώσει τις υποθέσεις ολόκληρων γενιών επιστημόνων για τη συσχέτιση της δημιουργίας του με αυτή.
Αλλά μια μειοψηφία επιστημόνων συνέχισε να εικάζει για την πιθανότητα ύπαρξης άλλων εξωτικών αντικειμένων, όπως αστέρια μποζονίων ή συστάδες σκοτεινής ύλης.
Όχι μόνο η καταγραφή αλλά και η φωτογράφιση αυτού του σημείου στο χωροχρόνο, από όπου τίποτα -ούτε καν το φως- δεν μπορεί να αποδράσει εξαιτίας των τεράστιων δυνάμεων της βαρύτητας που επικρατούν εντός και γύρω του είναι ένα συναρπαστικό επιστημονικό επίτευγμα, αλλά και μία εικόνα που προκαλεί δέος στο μάτι του παρατηρητή.
Το επίτευγμα-ορόσημο κατέστη εφικτό από το Τηλεσκόπιο Ορίζοντα Γεγονότων (Event Horizon Telescope-EHT) και η ανακοίνωση έγινε με συνεντεύξεις Τύπου ταυτόχρονα σε πολλές χώρες (ΗΠΑ, Γερμανία, Χιλή, Ιαπωνία, Μεξικό, Ν. Κορέα, Κίνα κ.α) από τις ερευνητικές ομάδες της μεγάλης κοινοπραξίας του ΕΗΤ, σε συνεργασία με το Εθνικό Ίδρυμα Επιστημών των ΗΠΑ, το Ευρωπαϊκό Νότιο Παρατηρητήριο (ESO) και άλλους επιστημονικούς φορείς.
Η μαύρη τρύπα στο κέντρο του σπειροειδούς γαλαξία μας, γνωστή με το όνομα Τοξότης Α* (Sagitarius A), απέχει περίπου 26.000 έτη φωτός από τη Γη, έχει μάζα περίπου 4 εκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από τον Ήλιο και καταβροχθίζει μια τεράστια ποσότητα υλικών (σκόνης, αερίων και ολόκληρων άστρων) που έλκονται από την πανίσχυρη βαρυτική έλξη της.
Το ΕΗΤ, που ξεκίνησε το 2012, είναι ένα «εικονικό» τηλεσκόπιο, αποτελούμενο από ένα παγκόσμιο δίκτυο οκτώ συνεργαζομένων παρατηρητηρίων που εκτείνονται σε τοποθεσίες από την Ανταρκτική έως την Ισπανία και τη Χιλή και που από κοινού έχουν πολύ μεγαλύτερες δυνατότητες, όντας έτσι ικανό να παρατηρήσει άμεσα μια μαύρη τρύπα ή πιο σωστά το κοντινό περιβάλλον της. Το EHT συλλαμβάνει την ακτινοβολία που εκπέμπεται από σωματίδια εντός του δίσκου προσαύξησης, τα οποία θερμαίνονται σε δισεκατομμύρια βαθμούς καθώς περιστρέφονται γύρω από τη μαύρη τρύπα με ταχύτητα αντίστοιχη αυτής του φωτός, πριν εξαφανιστούν στην δίνη της. Το κηλιδωτό φωτοστέφανο στην εικόνα δείχνει το φως που έχει «λυγίσει» εξαιτίας της ισχυρής βαρύτητας της μαύρης τρύπας,
Υπενθυμίζεται ότι το 2019 οι επιστήμονες του ΕΗΤ είχαν αποκαλύψει την πρώτη «φωτογραφία» μαύρης τρύπας (ουσιαστικά ενός καυτού φωτεινού δακτυλίου πέριξ του σκοτεινού κέντρου της από όπου δεν μπορεί να «δραπετεύσει» το φως), στο κέντρο ενός άλλου γαλαξία, του Messier 87 (M87), σε απόσταση 54 εκατομμυρίων ετών φωτός. Αυτή η μαύρη τρύπα εκτιμάται ότι έχει πολύ μεγαλύτερη μάζα από τη δική μας, περίπου 6,5 δισεκατομμύρια φορές μεγαλύτερη από τον Ήλιο. Ωστόσο, οι επιστήμονες τόνισαν ότι η φωτογράφηση του Τοξότη Α* ήταν σημαντικά πιο δύσκολη, παρόλο που βρίσκεται πολύ πιο κοντά από την μαύρη τρύπα του Μ87, καθώς η σκόνη στο κέντρο του δικού μας γαλαξία θέτει μεγαλύτερα εμπόδια για τη φωτογράφηση.
Πριν καταλήξουν στη λήψη της συγκεκριμένης φωτογραφίας, οι αστρονόμοι είχαν παρατηρήσει άστρα να κινούνται γύρω από κάτι αόρατο με μεγάλη μάζα στο κέντρο του γαλαξία μας και ονόμασαν αυτή την περιοχή Τοξότη Α* (Sagittarius A* ή εν συντομία Sgr A*), θεωρώντας ότι είναι μια μαύρη τρύπα, όπως συμβαίνει και σε άλλα κέντρα γαλαξιών. Μολονότι η ίδια η μαύρη τρύπα δεν φαίνεται, καθώς είναι τελείως σκοτεινή, γύρω της λάμπει ένα δακτύλιος αερίων και άλλων υλικών.
Για να την φωτογραφίσουν οι επιστήμονες έπρεπε να κοιτάξουν μέσα από την απέραντη έκταση του γαλαξία που σημαίνει ότι η ακτινοβολία από όλα τα ενδιάμεσα αστέρια έπρεπε να φιλτραριστεί. Κάποιος συνδυασμός αυτών των παραγόντων – και πιθανώς κάποιου ακραίου φαινομένου της μαύρης τρύπας – εξηγεί και τις φωτεινές σταγόνες στην εικόνα.
Επειδή η μαύρη τρύπα απέχει σχεδόν 26.000 έτη φωτός από τη Γη, φαίνεται να έχει περίπου το ίδιο μέγεθος στον ουρανό όσο ένα «ντόνατ» πάνω στη Σελήνη. Το ΕΗΤ, που συνδυάζει την ισχύ οκτώ ραδιοτηλεσκοπίων σε ένα ενιαίο εικονικό τηλεσκόπιο, παρατήρησε τον Τοξότη Α* στη διάρκεια πολλών νυχτών, συλλέγοντας δεδομένα πολλών ωρών.
Η τελική εικόνα της «δικής μας» μαύρης τρύπας που δόθηκε στη δημοσιότητα, προέκυψε από τον συνδυασμό των διαφορετικών εικόνων που τράβηξαν οι επιστήμονες σε διαδοχικές φάσεις. Στην όλη προσπάθεια, που κράτησε πέντε χρόνια, συμμετείχαν περισσότεροι από 300 ερευνητές 80 ερευνητικών φορέων πολλών χωρών.
Παράλληλα, η εικόνα επιβεβαίωσε για μια ακόμη φορά τη θεωρία Γενικής Σχετικότητας του Αϊνστάιν. Οι ερευνητές έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό αστροφυσικής «The Astrophysical Journal Letters».
Οι παρατηρήσεις υποδηλώνουν επίσης ότι ο Τοξότης Α* βρίσκεται σε αδρανή κατάσταση, σε αντίθεση με ορισμένες μαύρες τρύπες, συμπεριλαμβανομένου του M87, οι οποίες διαθέτουν τεράστιους, ισχυρούς πίδακες που εκτοξεύουν φως και ύλη από τους πόλους της μαύρης τρύπας στον διαγαλαξιακό χώρο. «Αν ένα μεγάλο αστέρι έπεφτε μέσα της, κάτι που θα συνέβαινε κάθε 10.000 χρόνια, η μαύρη τρύπα θα το ξυπνούσε για ένα μικρό χρονικό διάστημα και θα βλέπαμε αυξημένη φωτεινότητα στον ουρανό», αναφέρουν.
Τελικά, οι επιστήμονες ελπίζουν ότι η παρατήρηση αυτών των δυναμικών διεργασιών των μαύρων τρυπών - με την καταβρόχθιση και την ταυτόχρονη εκτόξευση κοντινής ύλης προς το διάστημα - θα μπορούσε να βοηθήσει στο να δοθούν καίριες απαντήσεις σχετικά με την εξέλιξη των γαλαξιών.
«Είναι ένα ανοιχτό ερώτημα στον σχηματισμό και την εξέλιξη των γαλαξιών. Δεν ξέρουμε ποιος ήρθε πρώτος, ο γαλαξίας ή η μαύρη τρύπα», σχολιάζει η επιστημονική ομάδα του EHT.
Κατά τη χαρτογράφηση των ραδιοκυμάτων σε όλο το σύμπαν, οι αστρονόμοι«έπεσαν» πάνω σε ένα ουράνιο αντικείμενο που απελευθερώνει γιγάντιες εκρήξεις ενέργειας - και δεν μοιάζει με τίποτα από όσα έχουν δει ποτέ στο παρελθόν.
Το διαστημικό αντικείμενο, που εντοπίστηκε τον Μάρτιο του 2018, εξέπεμπε ακτινοβολία τρεις φορές την ώρα. Σε αυτές τις στιγμές, γινόταν η φωτεινότερη πηγή ραδιοκυμάτων που μπορεί να δει κανείς από τη Γη, λειτουργώντας σαν ουράνιος φάρος.
Οι αστρονόμοι πιστεύουν ότι μπορεί να είναι απομεινάρι ενός άστρου που έσβησε, είτε ενός πυκνού άστρου νετρονίων είτε ενός νεκρού άστρου "λευκού νάνου", με ισχυρό μαγνητικό πεδίο - ή μπορεί να είναι κάτι εντελώς διαφορετικό. Μια μελέτη σχετικά με την ανακάλυψη δημοσιεύθηκε την Τετάρτη στο περιοδικό Nature.
«Το αντικείμενο αυτό εμφανιζόταν και εξαφανιζόταν μέσα σε λίγες ώρες κατά τη διάρκεια των παρατηρήσεών μας», δήλωσε σε ανακοίνωσή της η επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης Natasha Hurley-Walker, αστροφυσικός στον κόμβο του Διεθνούς Κέντρου Έρευνας Ραδιοαστρονομίας του Πανεπιστημίου Curtin. «Αυτό ήταν εντελώς απροσδόκητο. Ήταν κάπως τρομακτικό για έναν αστρονόμο επειδή δεν υπάρχει τίποτα γνωστό στον ουρανό που να το κάνει αυτό. Και είναι πραγματικά αρκετά κοντά σε εμάς - περίπου 4.000 έτη φωτός μακριά. Είναι στην γαλαξιακή μας αυλή». Ο διδακτορικός φοιτητής του Πανεπιστημίου Curtin Tyrone O'Doherty έκανε την ασυνήθιστη ανακάλυψη ενώ χρησιμοποιούσε το τηλεσκόπιο Murchison Widefield Array στη Δυτική Αυστραλία. «Είναι συναρπαστικό το γεγονός ότι η πηγή που εντόπισα πέρυσι αποδείχθηκε ότι είναι ένα τόσο περίεργο αντικείμενο», δήλωσε ο O'Doherty. «Το ευρύ οπτικό πεδίο και η εξαιρετική ευαισθησία του MWA είναι ιδανικά για την εξερεύνηση ολόκληρου του ουρανού και τον εντοπισμό του απρόσμενου».
Τι απομένει από το θάνατο ενός τεράστιου άστρου
Τα φωτεινά διαστημικά αντικείμενα που φαίνεται να ανάβουν και να σβήνουν είναι γνωστά ως μεταβατικά. «Όταν μελετάμε τους παροδικούς αστέρες, παρακολουθούμε τον θάνατο ενός τεράστιου αστέρα ή τη δραστηριότητα των υπολειμμάτων που αφήνει πίσω του», ανέφερε σε δήλωσή της η συν-συγγραφέας της μελέτης Gemma Anderson, αστροφυσικός του ICRAR-Curtin. «Αργά μεταβατικά φαινόμενα - όπως οι σουπερνόβα - μπορεί να εμφανιστούν κατά τη διάρκεια μερικών ημερών και να εξαφανιστούν μετά από μερικούς μήνες. Οι "γρήγοροι παροδικοί" -- όπως ένας τύπος αστέρα νετρονίων που ονομάζεται πάλσαρ-- αναβοσβήνουν και σβήνουν μέσα σε χιλιοστά του δευτερολέπτου ή δευτερόλεπτα».
Αυτό το νέο, απίστευτα φωτεινό αντικείμενο, ωστόσο, ανάβει μόνο για περίπου ένα λεπτό κάθε 18 λεπτά. Οι ερευνητές δήλωσαν ότι οι παρατηρήσεις τους μπορεί να ταιριάζουν με τον ορισμό ενός μαγνήτηρα εξαιρετικά μεγάλης περιόδου. Τα μαγνητάρια συνήθως αναβοσβήνουν ανά δευτερόλεπτο, αλλά αυτό το αντικείμενο χρειάζεται περισσότερο χρόνο.
«Είναι ένας τύπος αργά περιστρεφόμενου αστέρα νετρονίων που έχει προβλεφθεί θεωρητικά ότι υπάρχει», δήλωσε η Hurley-Walker. «Αλλά κανείς δεν περίμενε να ανιχνεύσει άμεσα ένα τέτοιο, επειδή δεν περιμέναμε να είναι τόσο φωτεινά. Με κάποιο τρόπο μετατρέπει τη μαγνητική ενέργεια σε ραδιοκύματα πολύ πιο αποτελεσματικά από οτιδήποτε έχουμε δει στο παρελθόν». Οι ερευνητές θα συνεχίσουν να παρακολουθούν το αντικείμενο για να δουν αν θα ξαναενεργοποιηθεί, ενώ στο μεταξύ αναζητούν στοιχεία για άλλα παρόμοια αντικείμενα. «Aν εντοπιστούν και άλλα παρόμοια αντικείμενα θα μπορούν οι αστρονόμοι να γνωσίζουν αν αυτό ήταν ένα σπάνιο μεμονωμένο γεγονός ή ένας τεράστιος νέος πληθυσμός που δεν είχαμε παρατηρήσει ποτέ πριν», δήλωσε η Hurley-Walker.