Οι διαμαρτυρίες που συνοψίζονται υπό την ομπρέλα του κινήματος Black Lives Matter στις ΗΠΑ, πρώτα το 2013 κι επί σειρά ετών με κορύφωση το 2020, τράβηξαν βλέμματα, προσοχή κι αλληλεγγύη από όλο τον πλανήτη, συμπεριλαμβανόμενης της Ελλάδας. Η αλληλεγγύη ως είναι φυσικό μεταφράστηκε και στην ένταξη των διεκδικήσεων του BLM (αποχρηματοδότηση αστυνομίας, καταπολέμηση θεσμικού ρατσισμού, αναδιανομή πλούτου κ.α.) στις εγχώριες διεκδικήσεις, προκαλώντας την ειρωνική αντίδραση των τοπικών εκπροσώπων της ελίτ.
Το «επιχείρημα» πήγαινε κάπως έτσι: είναι παράλογο, εφόσον οι ΗΠΑ έχουν διαφορετική πολιτική και αστυνομική κουλτούρα, διαφορετική πολιτική παράδοση από την Ελλάδα, να γίνουν τα πολιτικά συνθήματα ενός αμερικανικού κινήματος κτήμα ενός ελληνικού. Ακόμα κι αν υπάρχει «κάτι το σάπιο» στο αμερικανικό σύστημα, ισχυρίζονταν οι απολογητές του ελληνικού κράτους με την ίδια ανάσα που θα θαύμαζαν το ίδιο σύστημα, δεν σημαίνει ότι και το ελληνικό είναι παρόμοια σάπιο — τι κι αν είναι κατά βάση το ίδιο σύστημα, με φολκλόρ τοπικές διαφορές και διαφορές μεγέθους. Στο κάτω-κάτω της γραφής, έλεγαν ρητά ή υπόρρητα, «εμείς δεν είχαμε σκλάβους στη σύγχρονη ελληνική ιστορία», και άρα το ελληνικό κράτος είναι άμωμο.
Η διαχρονική αντιμετώπιση των μεταναστών και των προσφύγων από το ελληνικό κράτος δεν γίνεται αντιληπτή ως ένα συγκρίσιμο σε εκμετάλλευση και βαρβαρότητα «προπατορικό αμάρτημα» του ελληνικού καπιταλισμού. Ακόμα και στην περίπτωση όσων είχαν μια κάποια σύνδεση με το ελληνικό εθνικό φαντασιακό, έμπαινε στο παιχνίδι ο ψευδεπίγραφος διαχωρισμός «εντοπιότητας». Μαύρους και ισπανόφωνους Αμερικανούς δολοφονεί η αμερικανική αστυνομία, αυτοί είναι πολίτες δεύτερης κατηγορίας για το κράτος των ΗΠΑ και τις πολιτειακές κυβερνήσεις — μαύροι και ισπανόφωνοι, αλλά Αμερικανοί. Δεν είναι «ξένοι» — κι ας είναι το «ξένος» ένα μεγάλο τμήμα των κινήτρων του θεσμικού ρατσισμού.
Φυσικά, ακόμα κι υπακούοντας σε αυτόν τον κίβδηλο διαχωρισμό, η ρητορική αυτή δεν ευσταθεί. Αφενός το αμερικανικό κίνημα BLM αγκάλιασε από την πρώτη στιγμή αιτήματα αλληλεγγύης σε πρόσφυγες και μετανάστες, που μαντρώνονται και κυνηγιούνται από τις αμερικανικές αρχές όπως ακριβώς και στην Ελλάδα. Αφετέρου είναι τρανταχτά, αν και αποσιωπημένα στην εγχώρια συζήτηση, τα ζητήματα της αντιμετώπισης των Μουσουλμάνων πολιτών της Ελλάδας, των σλαβόφωνων, αλλά και των Ρομά.
Το περιστατικό με την εκτέλεση του 18χρονου Νίκου Σαμπάνη από την ΕΛ.ΑΣ. είναι μια σοκαριστική υπενθύμιση, όχι απλά για το πώς συμπεριφέρονται τα όργανα του κράτους στους Ρομά — άλλωστε δεν είναι ο πρώτος τέτοιου είδους θάνατος. Είναι μια σοκαριστική υπενθύμιση για το πόσο βαθιές είναι οι ρίζες του θεσμικού ρατσισμού στην ελληνική κοινωνία, για το πόσο αυτονόητο είναι για μεγάλη μερίδα των Ελλήνων να ξεστομίσουν «καλά να πάθει ο γύφτος».
Ο σπόρος που επί δεκαετίες καλλιεργείται από τον εγχώριο φασισμό έρχεται να δώσει τη σοδειά του. Και ο ελληνικός φασισμός με τη σειρά του έρχεται να τη δρέψει, με τον Άδωνι Γεωργιάδη να δικαιολογεί χωρίς δισταγμό την εκτέλεση, και τον μηχανισμό επικοινωνίας της ΓΑΔΑ να εξαπολύει ορυμαγδό παραπληροφόρησης για «τραυματίες αστυνομικούς», «20χρονο με ποινικό μητρώο», και άλλα αναμενόμενα ψεύδη. Γρήγορα διαψεύδονται, όμως η «ρετσινιά» τους μένει, ως «οπλοστάσιο» για επαγγελματίες ή μη προπαγανδιστές και περνά στο «κοινό θυμικό» της πρόθυμης εκφασισμένης μάζας.
Οι παραλληλισμοί με τις ΗΠΑ, και όχι μόνο, είναι σαφέστατοι. Αντίστοιχο ρεπερτόριο «δυσφήμησης του θύματος» είχε και το αμερικανικό κατεστημένο στην περίπτωση του Τζορτζ Φλόιντ, για να ονομάσουμε μόνο μία περίπτωση. Και φυσικά, τα όσα ξέρασε για τους Ρομά επί τηλεοπτικής οθόνης ο πάντα πρόθυμος συνήγορος του ελληνικού φασισμού Αλέξης Κούγιας, είναι μια (κακή κι επαρχιώτικη) μίμηση των περίφημων αποφθεγμάτων του Ντόναλντ Τραμπ για τους μεξικανούς μετανάστες. «Είναι δυστυχώς τα τελευταία χρόνια κοινωνική μάστιγα. Όχι όλοι βέβαια οι Ρομά, γιατί υπάρχουν κι επιστήμονες κι άνθρωποι οι οποίοι εργάζονται τίμια, αλλά σε μεγάλη πλειονότητα (…)». Δεν μπορεί, κάτι από «εγκληματίες, βιαστές Μεξικανούς, που κάποιοι, υποθέτω είναι καλοί άνθρωποι» θα σας θυμίζει.
Όπως η ρητορική του Τραμπ, αντιπροσωπευτική του αμερικανικού φασισμού, έτσι και η ρητορική του ελληνικού φασισμού βρίσκει ξανά πολλά ευήκοα ώτα στο ελληνικό κοινό. Η ελληνική αστυνομία εκτελεί ατιμώρητη, ακόμα κι αν εν τέλει επιχειρηθεί μια «περίσωση αξιοπρέπειας» με τη δίωξη των υποτιθέμενων τραυματιών αστυνομικών που «αγνόησαν τις εντολές τους» κι εκτέλεσαν τον Σαμπάνη.
Ατιμώρητη ως σώμα, αφού απολαμβάνει και θα συνεχίσει να απολαμβάνει τη στήριξη και την ενίσχυση του πολιτικού συστήματος. Ατιμώρητη όμως και συνειδησιακά, στο μυαλό και τις καρδιές των φωνασκούντων εθνικά υπερήφανων — φτωχών ίσως, αλλά διάολε! εθνικά υπερήφανων. Και το σενάριο της φασιστικής αναγέννησης που εκτυλίσσεται σε όλο τον δυτικό κόσμο, συνεχίζεται ακάθεκτο.