ΙΝΕ-ΓΣΕΕ: Έως 40% η απώλεια αγοραστικής δύναμης για μισθούς έως 750 ευρώ

Τετάρτη, 02/11/2022 - 15:22

Η απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ φτάνει έως και το 40%, είναι ένα από τα βασικά συμπεράσματα του Δελτίου Οικονομικών Εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ. Διαπιστώνεται επίσης όξυνση των ανισοτήτων, λόγω του κόστους ζωής, που συνδέεται με την ενεργειακή κρίση και τον πληθωρισμό.

Το Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ με τίτλο «Η κρίση κόστους ζωής στην Ελλάδα», καταγράφει την εξέλιξη της ακρίβειας στη χώρα μας και αποτυπώνει την όξυνση της οικονομικής ανισότητας, τη μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και τις επιπτώσεις στο βιοτικό επίπεδο των νοικοκυριών. Ταυτόχρονα, μέσα από την έρευνα υποστηρίζονται μια σειρά από αναγκαίες παρεμβάσεις, οι οποίες στοχεύουν στην προστασία της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών και των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.

Κύμα ακρίβειας και αγοραστική δύναμη

Σύμφωνα με τα ευρήματα της έκθεσης, το κύμα της ακρίβειας στην ενέργεια και σε βασικά προϊόντα επιφέρει σημαντικές επιπτώσεις στην αγοραστική δύναμη των μισθωτών και στο βιοτικό τους επίπεδο. Η απώλεια της αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού στην Ελλάδα κυμαίνεται γύρω στο 19%, αλλά όπως σημειώνει, δεδομένου ότι το ύψος του κατώτατου μισθού στη χώρα μας είναι κάτω από το επίπεδο της αξιοπρεπούς διαβίωσης, γίνεται αντιληπτό ότι η ακρίβεια έχει συρρικνώσει το βιοτικό επίπεδο των μισθωτών και των οικογενειών τους. 

Αυτό έχει ως συνέπεια οι συνθήκες διαβίωσης να είναι χειρότερες για εκείνους που εργάζονται με άτυπες μορφές εργασίας λόγω της δυσανάλογης επίδρασης της ακρίβειας στα χαμηλά εισοδήματα. Επιπλέον αρνητική επίδραση της μείωσης της αγοραστικής δύναμης είναι και αυτή που αφορά τη δυναμική της κατανάλωσης και της μεγέθυνσης, με την ελληνική ελληνική οικονομία να εισέρχεται σε περίοδο εξασθένησης του βασικού ενδογενούς προσδιοριστικού παράγοντα της σταθερότητας και της δυναμικής της.

Η κατάσταση είναι δραματική κυρίως για τα χαμηλά έως πολύ χαμηλά εισοδήματα. Όπως διαπιστώνεται, ο συνδυασμός αύξησης των τιμών κυρίως σε βασικά αγαθά, όπως είναι η ενέργεια και τα τρόφιμα, και τα πολύ χαμηλά εισοδήματα εκτινάσσουν την απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών με μηνιαίο εισόδημα χαμηλότερο των 750 ευρώ έως
και 40%. 

Υψηλή, από 9% έως 14% είναι η απώλεια αγοραστικής δύναμης και το αμέσως επόμενο εισοδηματικό κλιμάκιο (751-1.100 ευρώ), αν και σημαντικά πιο περιορισμένη σε σχέση με το φτωχότερο εισοδηματικό κλιμάκιο, παρ’ ότι η μέση κατανάλωση είναι αρκετά υψηλότερη. 

Στα υπόλοιπα εισοδηματικά κλιμάκια η απώλεια αγοραστικής δύναμης είναι χαμηλότερη του 11% και μειώνεται όσο αυξάνεται το επίπεδο του εισοδήματος. Εξαίρεση αποτελούν τα μηνιαία εισοδήματα που είναι μεγαλύτερα των 3.500 ευρώ, των οποίων η απώλεια αγοραστικής δύναμης μπορεί και να ξεπερνάει την αντίστοιχη του αμέσως προηγούμενου κλιμακίου (2.801-3.500 ευρώ), επειδή η κατανάλωση στο υψηλότερο κλιμάκιο είναι πολύ μεγαλύτερη του προηγούμενου. 

Όξυνση ανισοτήτων

Τα παραπάνω στοιχεία αποκαλύπτουν και την όξυνση των ανισοτήτων, λόγω της άνισης επιβάρυνσης που υφίστανται τα φτωχότερα στρώματα του πληθυσμού.

Με την κατάσταση να επιδεινώνεται λόγω της μείωσης και του μέσου μισθού, τόσο σε ονομαστικούς όσο και πραγματικούς όρους. Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, το α' τρίμηνο του 2022, ο ονομαστικός μέσος μισθός μειώθηκε κατά περίπου 4,5%, ενώ η μείωση του πραγματικού μέσου μισθού άγγιξε το 12%. Η μείωση του μέσου μισθού εξασθενεί τη ροπή της κοινωνίας προς κατανάλωση και αναδεικνύει το χαμηλό επίπεδο προστασίας της εργασίας από συλλογικές συμβάσεις εργασίας και την υποβάθμιση της ευημερίας των εργαζομένων.

Επίσης, από τα στοιχεία παρατηρείται αξιοσημείωτη διαφοροποίηση της διάρθρωσης της δαπάνης μεταξύ των νοικοκυριών ανάλογα με το αν τα αγαθά και οι υπηρεσίες που καταναλώνουν είναι πρώτης ανάγκης ή όχι. 

Για τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό πεμπτημόριο, οι δαπάνες στην ομάδα «στέγαση» αντιπροσωπεύουν το 38,6% της συνολικής κατανάλωσής τους, έναντι 28,7% των πλουσιότερων νοικοκυριών. 

Αντίστοιχα, οι δαπάνες στην ομάδα «τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά» αντιπροσωπεύουν το 22,2% της κατανάλωσης των φτωχότερων νοικοκυριών, έναντι 17,6% των πλουσιοτέρων.

Υψηλότερο ποσοστό κατανάλωσης έναντι εκείνου των πιο πλούσιων νοικοκυριών έχουν τα νοικοκυριά που ανήκουν στο 1ο εισοδηματικό κλιμάκιο και για αγαθά και υπηρεσίες που εντάσσονται στις κατηγορίες «αλκοολούχα ποτά και καπνός» και «επικοινωνία».

Η δαπάνη για ενέργεια

Τόσο όσον αφορά τους οικιακούς καταναλωτές όσο και τους μη οικιακούς, η Ελλάδα κατέγραψε τις υψηλότερες προ δημοσιονομικής παρέμβασης τιμές στην ΕΕ. Η τιμή μετά τη δημοσιονομική παρέμβαση παραμένει υψηλή στην περίπτωση των μη οικιακών καταναλωτών. Η υψηλή τιμή της ενέργειας στην Ελλάδα οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στις αγοραίες ιδιαιτερότητες του ελληνικού χρηματιστηρίου ενέργειας και στη βαρύτητα του φυσικού αερίου για την τελική διαμόρφωση της τιμής της ενέργειας και στα πολύ υψηλά ενδιάμεσα κόστη.

Η Ελλάδα είχε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ όσον αφορά την επιβάρυνση των νοικοκυριών, που ξεπερνούσε το 6% του μηνιαίου διαθέσιμου εισοδήματος σε μονάδες αγοραστικής δύναμης. Όσον αφορά την αντίστοιχη επιβάρυνση από τον μηνιαίο λογαριασμό φυσικού αερίου, η Ελλάδα κατέγραψε την τρίτη χειρότερη επίδοση στην ΕΕ, με το κόστος να είναι πολύ υψηλότερο σε σχέση με το διαθέσιμο εισόδημα (13,4% σε μονάδες αγοραστικής δύναμης). 

Ολόκληρο το Ενημερωτικό Δελτίου του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ

 

Ακρίβεια: 7 στους 10 καταναλωτές έχουν μειώσει τις αγορές στο σούπερ μάρκετ

Δευτέρα, 18/04/2022 - 15:14

Μόνο τα απολύτως απαραίτητα αγοράζουν οι καταναλωτές και αυτά συγκρατημένα

Επτά στους δέκα έλληνες καταναλωτές έχουν μειώσει «πολύ» και «αρκετά» τις αγορές τους στα σούπερ μάρκετ και οκτώ στους δέκα σε ένδυση/υπόδηση το πρώτο τρίμηνο του έτους. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από έρευνα που πραγματοποίησε η εταιρεία Netrino.

Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Στέφανος Κομνηνός, αναλυτής αγοράς της εταιρείας, «για πρώτη φορά βλέπουμε τόσο μεγάλη αποκλιμάκωση στα σούπερ μάρκετ. Παρατηρείται πολύ μεγάλη μείωση στις αγορές των καταναλωτών που αφορούν σε είδη πρώτης ανάγκης, διατροφής και είδη σπιτιού. Την ίδια στιγμή σε ό,τι αφορά στις αγορές σε είδη ένδυσης/υπόδησης η κατάσταση είναι δραματική» και συμπληρώνει: «Η συγκράτηση των αγορών έχει ακουμπήσει τον σκληρό πυρήνα των προϊόντων βασικής ανάγκης. Δηλαδή μόνο τα απολύτως απαραίτητα αγοράζουν οι καταναλωτές και αυτά συγκρατημένα».

Αναφορικά με τις αγορές στα σούπερ μάρκετ, σύμφωνα με την έρευνα της Netrino, σε ποσοστό 47,5% οι ερωτηθέντες δήλωσαν ότι τις μείωσαν «πολύ» και «αρκετά», 25% τις μείωσαν «λίγο» και 27% «καθόλου». Μεγαλύτερη μείωση στις αγορές παρατηρείται σε Λάρισα (54%) και Πάτρα (51%).

Το προφίλ των καταναλωτών

Εξετάζοντας το προφίλ των ερωτηθέντων, αυτοί που έχουν μειώσει σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό «πολύ και αρκετά» τις αγορές τους στα σούπερ μάρκετ το πρώτο τρίμηνο του έτους είναι κυρίως γυναίκες (50%) και άτομα άνω των 45 ετών (51%).

Σε ό,τι αφορά στην οικογενειακή τους κατάσταση, είναι διαζευγμένοι (50%) ή χήροι (69%) και με παιδιά (48%). Επίσης, είναι χαμηλότερων βαθμίδων εκπαίδευσης (65%) και κυρίως άνεργοι (66%) ή νοικοκυρές (55%).

Από την έρευνα της Netrino, προκύπτει ότι για το 43% των νοικοκυριών επαρκεί το οικογενειακό εισόδημα για τις αναγκαίες αγορές, για το 30% αυτών, φτάνει μόνο για τα απαραίτητα και αυτό με δυσκολία, ενώ ποσοστό 12% δήλωσαν αδυναμία αγοράς ακόμα και των αναγκαίων.

Στην άλλη πλευρά, μόνο το 15% των νοικοκυριών, δήλωσε επαρκές εισόδημα που περισσεύει και για αποταμίευση.

Μείωσαν κατακόρυφα τις αγορές ειδών ένδυσης/υπόδησης

Σύμφωνα με την έρευνα, στην αγορά ένδυσης/υπόδησης οκτώ στους δέκα (ποσοστό 81%) έχουν μειώσει «πολύ και αρκετά» τις αγορές τους το πρώτο τρίμηνο του έτους. Ποσοστό 10% των ερωτηθέντων έχει μειώσει «λίγο» ενώ «καθόλου» απαντά ποσοστό μόνο το 9% των ερωτηθέντων.

Πολύ μεγάλη μείωση στις αγορές των ερωτηθέντων παρατηρείται σε Λάρισα (92%) και Πάτρα (88%). Αθήνα και Θεσσαλονίκη κινούνται σε ποσοστά μεταξύ 80% και 84% ενώ η μικρότερη μείωση (66%) εμφανίζεται στο Ηράκλειο.

Εστιάζοντας στο προφίλ των ερωτηθέντων (ποσοστό 81%) που έχουν μειώσει «πολύ και αρκετά» τις αγορές τους σε ένδυση/υπόδηση είναι κυρίως γυναίκες (86%) και άτομα άνω των 45 ετών (83%). Σε ό,τι αφορά στην οικογενειακή τους κατάσταση, είναι με παιδιά (83%), διαζευγμένοι ή χήροι. Επίσης είναι χαμηλότερων βαθμίδων εκπαίδευσης (94%) και κυρίως άνεργοι (97%) ή συνταξιούχοι (81%).

Σημειώνεται ότι για την έρευνα πραγματοποιήθηκαν 407 ολοκληρωμένες συνεντεύξεις σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Πάτρα, Λάρισα και Ηράκλειο μεταξύ 24/3 και 30/3 2022. Επελέγη δείγμα με τη μέθοδο της απλής τυχαίας δειγματοληψίας. Ως δειγματοληπτικό πλαίσιο χρησιμοποιήθηκαν τα τηλεφωνικά κέντρα του ΟΤΕ στην περιοχή έρευνας.

Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ

ΙΝΕ/ΓΣΕΕ – Στο 10,4% η απώλεια της αγοραστικής δύναμης – Οι επιπτώσεις του πληθωρισμού

Τετάρτη, 19/01/2022 - 21:51

Η σημαντική αύξηση του πληθωρισμού, που έχει προκαλέσει αλυσιδωτές αυξήσεις στην αγορά βασικών προϊόντων έχει μειώσει ακόμα περισσότερο την αγοραστική δύναμη των Ελλήνων, διευρύνοντας περαιτέρω το χάσμα με την Ευρώπη, αλλά και την διαφορά μεταξύ πραγματικού μισθού και «μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης»

Στο νέο δελτίο οικονομικών εξελίξεων του Ινστιτούτου Εργασίας της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Ελλάδας (ΙΝΕ/ΓΣΕΕ) που εξετάζει την ακρίβεια, την αγοραστική δύναμη και την αγορά εργασίας, υπογραμμίζεται ότι οι εργαζόμενοι της χώρας βρίσκονται εδώ και πάνω από μια δεκαετία αντιμέτωποι με τρεις διαδοχικές κρίσεις –κρίση χρέους, πανδημική κρίση, κρίση ακρίβειας–, οι οποίες έχουν συμπιέσει το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα και έχουν υποβαθμίσει την ποιότητα της εργασίας και το βιοτικό τους επίπεδο. Στην τρέχουσα περίοδο δοκιμάζονται από το νέο κύμα της πανδημίας που έχει προκαλέσει η νέα παραλλαγή του κοροναϊού και από τις επιπτώσεις της ακρίβειας.

  • Προσθέτει μάλιστα, ότι αν και ο χρονικός ορίζοντας των επιπτώσεων της πανδημικής κρίσης στην οικονομία και στην αγορά εργασίας παραμένει ακόμη αβέβαιος, το σίγουρο είναι ότι οι επιπτώσεις αυτές συνδυαστικά με το κύμα ανατιμήσεων στην αγορά λειτουργούν σωρευτικά και σε συνέχεια εκείνων της κρίσης χρέους και της «μεγάλης ύφεσης» δημιουργώντας ένα «τοξικό κοκτέιλ», του οποίου το κύριο συστατικό είναι η αυξανόμενη ανισότητα στην κατανομή της ευημερίας.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΚΘΕΣΗ

Η αγορά εργασίας

Τονίζει επίσης, ότι ο  κατακερματισμός της αγοράς εργασίας και η υποβάθμιση της ποιότητας της εργασίας στην Ελλάδα έχουν πάρει πλέον επικίνδυνες διαστάσεις για την κοινωνική συνοχή, ως συνέπειες της μακροχρόνιας οικονομικής κρίσης και των λανθασμένων επιλογών οικονομικής πολιτικής μετά το 2010. Η αντιστροφή της σημερινής κατάστασης στην αγορά εργασίας μέσω παρεμβάσεων που θα στοχεύουν στην ενίσχυση του εισοδήματος των νοικοκυριών, στην αύξηση του όγκου και της ποιότητας της απασχόλησης και στη μείωση των ανισοτήτων δεν αποτελεί μόνο μια επιλογή ενίσχυσης της κοινωνικής σταθερότητας, αλλά και μείζονα προϋπόθεση οικονομικής σταθερότητας και διατηρήσιμης ευημερίας.

Απώλεια αγοραστικής δύναμης

Η απώλεια αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, λόγω του κύματος ακρίβειας, συνεχίστηκε και τον Δεκέμβριο του 2021. Συγκεκριμένα, η απώλεια αγοραστικής δύναμης του κατώτατου μισθού έφτασε το 10,4%, ενώ του μέσου μισθού των εργαζομένων μερικής απασχόλησης άγγιξε το 13,7%. Τον ίδιο μήνα, το μέσο μηνιαίο ατομικό διαθέσιμο εισόδημα απώλεσε περίπου το 7% της αγοραστικής του δύναμης σε ετήσια βάση. 

Μείωση αποδοχών

Ειδικότερα, σύμφωνα με την ανάλυση του ινστιτούτου, το 2020, οι ετήσιες καθαρές αποδοχές ενός νοικοκυριού με δύο ενήλικες και δύο παιδιά μειώθηκαν σε μονάδες αγοραστικής δύναμης (PPS) έναντι του 2019. Επίσης, στην Ελλάδα, οι αποδοχές αυτές αντιστοιχούσαν το 2020 στο 74,3% του μέσου όρου της Ευρωζώνης.

Την ίδια στιγμή, όπως αναφέρει, εξίσου μεγάλη είναι η απόκλιση του ποσοστού απασχόλησης έναντι των κρατών-μελών της Ευρωζώνης. Το γ’ τρίμηνο του 2021, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση, με την απόκλιση μεταξύ του μέσου όρου της Ευρωζώνης και της Ελλάδας να είναι ίση με 8,8 ποσοστιαίες μονάδες. Επιπλέον, στην Ελλάδα, το ποσοστό απασχόλησης των γυναικών το γ’ τρίμηνο του 2021 ήταν πολύ χαμηλότερο από αυτό των ανδρών.

Στο ίδιο διάστημα, η Ελλάδα κατέγραψε τη δεύτερη χειρότερη επίδοση στην Ευρωζώνη όσον αφορά τη μετάβαση από την ανεργία στην απασχόληση και το υψηλότερο ποσοστό μακροχρόνιας ανεργίας (67,1%).

Επίσης, μεγάλη είναι η μισθολογική ανισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών. Τον Δεκέμβριο του 2020, μεγαλύτερος αριθμός γυναικών απασχολήθηκε σε χαμηλόμισθες θέσεις εργασίας. Ενδεικτικά, στα χαμηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 11% περισσότερες γυναίκες από ό,τι άνδρες, ενώ στα υψηλότερα από τον κατώτατο μισθό μισθολογικά κλιμάκια απασχολούνταν κατά μέσο όρο 43% περισσότεροι άνδρες από ό,τι γυναίκες».

Μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης

Το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ τονίζει επίσης ότι σε προηγούμενη έκθεσε είχε υπογραμμίσει το χάσμα μεταξύ του ύψους του σημερινού κατώτατου μισθού και του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης (60% του διάμεσου εισοδήματος), το οποίο επιδεινώνεται περαιτέρω από τις συνέπειες της ακρίβειας σε όρους πραγματικής αγοραστικής δύναμης. 

Τα προβλήματα αξιοπρεπούς διαβίωσης, υλικής αποστέρησης και κινδύνου φτώχειας που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι στη χώρα μας θα γίνουν καλύτερα αντιληπτά εφόσον συγκρίνουμε τον μισθό αξιοπρεπούς διαβίωσης σε όρους αγοραστικής δύναμης με το αντίστοιχο μέγεθος των χωρών μελών της ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, το 2020 ο μισθός αξιοπρεπούς διαβίωσης της
Ελλάδας είχε την πέμπτη χαμηλότερη αγοραστική δύναμη στην ΕΕ, η οποία ήταν σχεδόν ίση με της Σλοβακίας και της Ουγγαρίας.

Παράλληλα, η αγοραστική δύναμη του μισθού αξιοπρεπούς διαβίωσης στη Βόρεια και τη Δυτική Ευρώπη ήταν υπερδιπλάσια της ελληνικής. Με βάση τα παραπάνω δεδομένα, θα σημειώσουμε για ακόμη μια φορά την επείγουσα ανάγκη μιας ουσιαστικής αύξησης του κατώτατου μισθού στη χώρα μας.

Πηγή: ot.gr