Στα αζήτητα εργαζόμενοι υψηλών προσόντων

Σάββατο, 16/11/2019 - 12:00
Χριστίνα Κοψίνη

Το 33,9% με πανεπιστημιακή μόρφωση απασχολείται (το 2018) στην Ελλάδα σε θέσεις χαμηλότερων προσόντων

Οι ελληνικές επιχειρήσεις, των οποίων οι εργοδοτικοί φορείς επιμένουν -μέσα από σειρά ερευνών που είδαν πρόσφατα το φως της δημοσιότητας- πως το εργατικό δυναμικό δεν έχει τις κατάλληλες δεξιότητες, αρνούνται να κάνουν έστω και το μισό από αυτό που κάνουν οι Ευρωπαίοι εργοδότες: την ώρα που ομνύουν στη δημιουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων, επιδιώκοντας να μετακυλήσουν στο εκπαιδευτικό σύστημα το κόστος της κατάρτισης που τους αναλογεί, αρνούνται να προσφέρουν γνώση στο προσωπικό τους, ακόμη κι όταν είναι επιδοτούμενη. Με ορισμένες φωτεινές εξαιρέσεις, αυτός είναι ο κανόνας.

Οπως φαίνεται και στον παρακάτω πίνακα, μόνο το 21,7% των ελληνικών επιχειρήσεων παρέχουν στους εργαζομένους τους προγράμματα Συνεχιζόμενης Επαγγελματικής Κατάρτισης, με τον ευρωπαϊκό όρο να διαμορφώνεται στο 72,6%.

Αν και έτος αναφοράς είναι το 2015, εύκολα μπορεί να συμφωνήσει κάποιος ότι στα χρόνια της κρίσης ακόμη λιγότερα έγιναν σε αυτήν την κατεύθυνση. Η επαγγελματική κατάρτιση, παρά τα θεσμικά εργαλεία που δημιουργήθηκαν την τελευταία δεκαετία, παραμένει απαξιωμένη και ποιοτικά υποβαθμισμένη. Ειδικά η Συνεχιζόμενη Επαγγελματική Κατάρτιση έχει μετατραπεί σε μηχανισμό απορρόφησης κοινοτικών πόρων και όχι σε πραγματική ενίσχυση και συμπλήρωση δεξιοτήτων που οι επιχειρήσεις έχουν ανάγκη.

Τα στοιχεία προέρχονται από τη Μελέτη των Χρ. Γούλα, Χρ. Ζάγκου και Ν. Παΐζη του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής της ΓΣΕΕ (ΚΑΝΕΠ) και αποτελούν συμβολή στον δημόσιο διάλογο για τη σχέση της εκπαίδευσης, της εργασίας και της απασχόλησης. Εναν διάλογο που από την πλευρά των εργοδοτών, κυρίως του ΣΕΒ, φαίνεται να επικεντρώνεται στην έλλειψη δεξιοτήτων και κατάλληλων γνώσεων για συγκεκριμένες θέσεις και ανάγκες επιχειρήσεων.

Οι ερευνητές του ΚΑΝΕΠ αντιστρέφοντας την εικόνα που δημιουργείται αποδεικνύουν με στοιχεία από τις εθνικές και ευρωπαϊκές στατιστικές αρχές ότι το έλλειμμα των δεξιοτήτων, πέρα από τις γνωστές ρητορείες και τα ευχολόγια, παραμένει πληγή που αυτοτροφοδοτείται από την ίδια την ελληνική οικονομία και τους φορείς της οι οποίοι δεν μπορούν ή δεν ενδιαφέρονται να δημιουργήσουν θέσεις υψηλής προστιθέμενης αξίας.

«Αν και την τελευταία διετία παρατηρείται μια ελαφριά ανάκαμψη στους δείκτες απασχόλησης, η μεγάλη πλειονότητα των θέσεων εργασίας δημιουργείται σε κλάδους και επαγγέλματα χαμηλής προστιθέμενης αξίας, που απαιτούν μεσαία και χαμηλά εκπαιδευτικά προσόντα, όταν είναι γενικά αποδεκτό ότι η χώρα, για να βγει με ασφάλεια από την κρίση, χρειάζεται τη δημιουργία θέσεων εργασίας, με υψηλά εκπαιδευτικά προσόντα και δεξιότητες...» Και αν οι λιγότερο καταρτισμένοι αδυνατούν να αποκτήσουν νέες δεξιότητες λόγω της απαξίωσης που έχει υποστεί η συνεχιζόμενη κατάρτιση, οι «υπερπροσοντούχοι» ζουν την καθημερινή υποτίμησή τους που τους αναγκάζει είτε να καταλαμβάνουν θέσεις χαμηλών προσόντων είτε να φεύγουν στο εξωτερικό... brain drain.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η Ελλάδα κατατάσσεται σήμερα στην τρίτη θέση της Ε.Ε. των 28 ως προς το ποσοστό κάθετης αναντιστοιχίας δεξιοτήτων και απαιτήσεων θέσης εργασίας, ενώ το 2010 ήταν πολύ κοντά στον μέσο ευρωπαϊκό όρο. Από το 2011 και μετά το ποσοστό αυξάνεται, με αποτέλεσμα, το 2018, το 33,9% των εργαζομένων με πανεπιστημιακή μόρφωση στην Ελλάδα να απασχολείται σε θέσεις χαμηλότερων προσόντων.

Σύμφωνα με την έρευνα, ο δείκτης που αφορά νέους ηλικίας 25-34 ετών σε υλική και κοινωνική αποστέρηση και με υψηλά ακαδημαϊκά προσόντα στην Ελλάδα, υπερέχει της αντίστοιχης τιμής του δείκτη στην Ε.Ε. κατά 16,5% ποσοστιαίες μονάδες (20,5% έναντι 4%) και κατά 6,9% ποσοστιαίες μονάδες από τη Ρουμανία, τη δεύτερη υψηλότερη τιμή στα κράτη-μέλη της Ε.Ε των 28.

Το μέγεθος των επιχειρήσεων είναι ακόμη μία παράμετρος που αυξάνει το χάσμα ανάμεσα στην προσφορά εκπαιδευμένου εργατικού δυναμικού και την ποιότητα των θέσεων εργασίας. Είναι γνωστό ότι η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση στην Ε.Ε. στο ποσοστό των μικρών επιχειρήσεων, 97,8% έναντι 93,2%. Ωστόσο η διαφορά από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο δεν είναι πολύ μεγάλη. Ομως, «το ποσοστό των εργαζομένων στις μικρού μεγέθους επιχειρήσεις καταγράφεται υπερδιπλάσιο από το μέσο ποσοστό των 28 κρατών-μελών. Ποσοστό 63,4% των εργαζομένων απασχολείται σε πολύ μικρές επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 εργαζόμενους, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ε.Ε. είναι 29,8%.



πηγή ΕΦ.ΣΥΝ.