Κάθε τόσο διαβάζουμε στις εφημερίδες (όχι σε όλες) για κάποιον ξυλοδαρμό στα αστυνομικά τμήματα, βλέπουμε και φωτογραφίες με μώλωπες. Τα θύματα συνήθως μετανάστες, αν βέβαια έχουν σύνδεση με κάποια ανθρωπιστική οργάνωση. Σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία, τα θύματα των βασανισμών, όπως και τα θύματα των βιασμών, δεν καταγγέλλουν όλα τη φρικτή εμπειρία τους. Είναι μόνο μια μικρή μειονότητα που έχει το θάρρος να καταγγείλει τα δεινά της και να αποδείξει την αλήθεια της.
Εχει να αντιμετωπίσει μια ανακριτική γραφειοκρατία, που στην καλύτερη περίπτωση είναι δύσπιστη και στη χειρότερη, αποτρεπτική. «Τι θέλεις και μπλέκεσαι; Ο,τι έγινε έγινε, ξέχασέ το, άσ’ το να περάσει, δεν μπορείς να το διορθώσεις, ξέχασέ το και κοίτα τη δουλειά σου» είναι από τα επιχειρήματα που έχουν ακούσει πολλά θύματα.
Πέρα από τη γραφειοκρατία υπάρχει και μια νοοτροπία πολύ διαδεδομένη στον κόσμο, που δέχεται τον βιασμό ή τα βασανιστήρια ως ευθύνη του θύματος. «Αυτή προκάλεσε. Πήγαινε γυρεύοντας» είναι συνήθης φράση που καμιά φορά λέγεται και από επωνύμους. ‘Η «Ποιος ξέρει τι έκανες για να σε τουλουμιάσουν στο ξύλο».
Και αυτό σημαίνει πως δέχονται τον βασανισμό σαν μια νομότυπη πράξη σωφρονισμού. Και το θύμα που δεν μιλάει τα παίρνει όλα αυτά υπόψη του. Στην περίπτωση καταγγελίας αστυνομικών, φοβάται περαιτέρω δίωξη. Λίγοι είναι αυτοί που έχουν τη συνείδηση πως η δημόσια καταγγελία των βασανιστηρίων είναι ένας αγώνας για την κατάργησή τους. Και το κλίμα δεν είναι πάντοτε ευνοϊκό. Κατά κανόνα τα κυρίαρχα ΜΜΕ θάβουν αυτές τις καταγγελίες για να μη θιχτούν κρατικοί θεσμοί. Γιατί αυτοί βασανίζουν και όχι κάποιο ανθρωπόμορφο κτήνος. Υπάρχουν και αυτοί. Αλλά δεν είναι δική τους πρωτοβουλία. Εκτελούν διαταγές.
Κάποιοι άνθρωποι καλών προθέσεων βάζουν το ερώτημα: «Μα είναι δυνατόν να γίνονται ακόμα βασανιστήρια στην Ελλάδα, ενώ, εδώ και πενήντα χρόνια, καταδικάστηκε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ως χώρα βασανιστηρίων;». Αλλά το πραγματικό ερώτημα είναι αλλού: «Επαψε ποτέ η Ελλάδα να είναι χώρα βασανιστηρίων, όποια κυβέρνηση κι αν είναι στην εξουσία, είτε Δεξιά, είτε Κέντρο, είτε Αριστερά;» Και ας πάρουμε ένα πραγματικό γεγονός που έγινε στον κολοφώνα της μεταχουντικής δημοκρατίας. Το 2012 η Χρυσή Αυγή αλώνιζε.
Ολα τα κόμματα την είχαν υποτιμήσει και πίστευαν πως οι νεοναζί θα φορέσουν γραβάτες που θα καλύψουν τις σβάστικες και θα συμμορφωθούν στο κοινοβουλευτικό παιχνίδι. Λίγοι ήταν αυτοί που κατάλαβαν πως ήταν εγκληματική οργάνωση.
Ανάμεσά τους και η δική μας εφημερίδα, με τις εκτεταμένες και τεκμηριωμένες έρευνες των συντακτών μας και κυρίως με τις έρευνες του Δημήτρη Ψαρρά, που αποτελούν υπόδειγμα δημοσιογραφίας. Παράλληλα, ακτιβιστές (αυτοί τους οποίους εν γένει αποκαλούν αναρχο-αυτόνομους) πήραν το θάρρος να φέρουν τον αντιφασιστικό αγώνα στους δρόμους.
Στις 30/9/2012 η αστυνομία συλλαμβάνει 15 αντιφασίστες και τους οδηγεί στη ΓΑΔΑ. Εκεί, ομάδα 17 αστυνομικών (ποτέ δεν διερευνήθηκε η σχέση τους με τη Χρυσή Αυγή, αλλά στην ουσία αυτήν υπεράσπιζαν) χτυπούσαν για ώρες στο κεφάλι τους κρατούμενους, τους έφτυναν, τους χαστούκιζαν, τους έκαιγαν με αναπτήρες και τσιγάρα, τους στέρησαν τον ύπνο και το νερό, αρνήθηκαν τη μεταγωγή των σοβαρά τραυματισμένων στο νοσοκομείο και τους στέρησαν την πρόσβαση σε δικηγόρο για σχεδόν μία μέρα. Και όλα αυτά κάτω από την ιαχή «κομμούνια, θα σας κάνουμε σαπούνια» («Εφ.Συν.», Κ. Ζαφειρόπουλος, 24/10/2019).
Τι απέγινε στη συνέχεια; Οι βασανιστές μηνύθηκαν, ο εισαγγελέας χαρακτήρισε συνεκτικές και πειστικές τις καταθέσεις και ασκήθηκε ποινική δίωξη το 2012. Αλλά το κλητήριο θέσπισμα συντάχθηκε πέντε χρόνια αργότερα. Τελικά παραγράφηκε το αδίκημα. Με άλλα λόγια, η Δικαιοσύνη νομιμοποίησε τα βασανιστήρια με την ατιμωρησία των βασανιστών. Υπήρχε βέβαια και το προηγούμενο δεδικασμένο στη δίκη των βασανιστών της χούντας στη Χαλκίδα.
Ουσιαστικά αθωώθηκαν. Προφανώς οι δικαστές πίστευαν πως τα βασανιστήρια είναι μέρος της δουλειάς των αστυνομικών, όπως υποστήριξαν στην απολογία τους (έμμεσα) οι βασανιστές. Τα σημερινά θύματα δεν έχουν άλλη λύση παρά να προσφύγουν στο Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο. Και αν καταδικαστούμε για δεύτερη φορά ύστερα από πενήντα χρόνια από την πρώτη καταδίκη, τότε σημαίνει πως τα βασανιστήρια στην Ελλάδα ποτέ δεν έπαψαν. Και οι βασανιστές είναι προστατευόμενο επάγγελμα.
Σε αυτό συνηγορεί όλο το ποινικό μας σύστημα. Υπάρχει κρατούμενος που είναι στη φυλακή για τριάντα τέσσερα χρόνια. Είναι ο Μιχάλης Μακρυγιάννης, ο οποίος έστειλε επιστολή στην «Εφ.Συν.» (στον Γιώργο Σταματόπουλο που τη δημοσίευσε στη στήλη του 24/10/2019). Ολα αυτά δείχνουν μια ενιαία λογική. Το κράτος δεν σωφρονίζει, αλλά εκδικείται αμείλικτα. Και αυτό είναι μια φασιστική αντίληψη η οποία στηρίζεται στις πιο αντιδραστικές θεωρίες για την εγκληματικότητα, που δεν έχουν καμία βάση στην πραγματικότητα. Ο άνθρωπος δεν χάνει ποτέ τα ανθρώπινα δικαιώματά του, ακόμα και αν είναι ο ίδιος ο Χίτλερ.
Για τους εγκληματίες πολέμου προβλέπεται θανατική ποινή. Αλλά όχι βασανισμός. Και τα όρια των ισόβιων δεσμών δεν είναι μέχρι τον θάνατο, αλλά ένας αριθμός χρόνων που η κάθε χώρα τον ορίζει διαφορετικά (π.χ. στη Σουηδία είναι δώδεκα χρόνια και δεν είναι λίγο).
πηγή / ΕΦ.ΣΥΝ./ Περικλής Κοροβέσης /