Η ιστορία των εργατών ως ψυχαγωγική εμπειρία

Η ιστορία των εργατών ως ψυχαγωγική εμπειρία

Δευτέρα, 02/09/2024 - 14:47

ΤΑΣΟΣ ΣΑΡΑΝΤΗΣ

Το εργοστάσιο Ζησιμάτου που λειτουργεί ως Μουσείο Κλωστοϋφαντουργίας στην Ερμούπολη της Σύρου προσφέρει ταξίδι στο παρελθόν. ● Οι επισκέπτες έχουν τη «δυνατότητα» να ζήσουν ένα διαφορετικό μοντέλο περιήγησης στον χώρο προκειμένου να ταυτιστούν με τη ζωή των εργατών, ακόμη και να γευτούν ένα εργατικό κολατσιό.

Mια διαφορετική εμπειρία, μοναδική σε σχέση με άλλες που βιώνουμε σε παλιούς βιομηχανικούς χώρους που με το πέρασμα του χρόνου εγκαταλείφθηκαν, διασώθηκαν, αναστηλώθηκαν και τελικά άνοιξαν τις πόρτες τους στο κοινό ως μουσεία, κυρίως για πολιτιστικές χρήσεις, ενώνοντας το παρόν με το παρελθόν, προσφέρεται στο εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας Ζησιμάτου στην Ερμούπολη στη Σύρο. Πρόκειται για ένα εργοστάσιο που έχει απομείνει όπως ήταν την ημέρα που έκλεισε, μια μοναδική περίπτωση επιζήσαντος δείγματος της βιομηχανικής κληρονομιάς της Σύρου που λειτουργεί πλέον ως Μουσείο Κλωστοϋφαντουργίας Ερμούπολης.

Το εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας Ζησιμάτου, που αποτελούσε ένα από τα 68 συνολικά εργοστάσια που διέθετε κάποτε η πρωτεύουσα των Κυκλάδων και η λειτουργία του εντάσσεται στο θαύμα της κλωστοϋφαντουργίας που άνθησε στην Ερμούπολη και διήρκεσε 140 χρόνια, βρίσκεται σε ένα μικρό στενό χαμένο μέσα στην Ερμούπολη.

Το εργοστάσιο διασώθηκε από τη μη κυβερνητική οργάνωση «Hermoupolis Heritage ΑΜΚΕ», που προχώρησε στη συντήρηση και την επισκευή του κελύφους του και διέσωσε τον εξοπλισμό του. Πρόκειται για μια οργάνωση που ιδρύθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου το 2021 από τον συλλέκτη Δημήτρη Σταυρακόπουλο και έχει αντικείμενο τη διάσωση, διαφύλαξη και διάδοση της υλικής και άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς της Σύρου, αλλά και τη σύνδεσή της με το δημιουργικό παρόν του νησιού.

ergostasio zisimatou
Φωτ.: «Hermoupolis Heritage» © inbulb

Εδώ οι επισκέπτες, στο πλαίσιο του αποκαλούμενου βιωματικού τουρισμού, δεν περιορίζονται σε μια απλή ξενάγηση στους αργαλειούς, στις πλεκτικές μηχανές και στα καζάνια βαφής, που έμειναν ως είχαν όταν το εργοστάσιο έκλεισε, αλλά έχουν τη «δυνατότητα» να ζήσουν ένα διαφορετικό μοντέλο περιήγησης στον χώρο προκειμένου να ταυτιστούν με τη ζωή των εργατών, ακόμη και να γευτούν ένα εργατικό κολατσιό. Αυτή η προσωρινή... προλεταριοποίηση γίνεται με το ανάλογο αντίτιμο που, όμως, δύσκολα θα μπορούσε να πληρώσει σήμερα ένας βιομηχανικός ή άλλος εργάτης.

Οπως αναφέρεται στην ιστοσελίδα της οργάνωσης «Hermoupolis Heritage ΑΜΚΕ», η βιωματική εμπειρία ξεκινάει με ένα φανάρι στο χέρι. Ο ξεναγός υποδέχεται τους επισκέπτες με στολή εργασίας και μέσα από μια ιστορική αφήγηση βασισμένη σε μνήμες από 40 εργαζόμενους, τους μεταφέρει στο 1986, έτος που διέκοψε τη λειτουργία του το εργοστάσιο.

Επειτα, έχουν τη δυνατότητα να φορέσουν την παραδοσιακή ρόμπα, να συμπληρώσουν την κάρτα εργασίας σαν εργάτες κι αυτοί της εποχής και να δοκιμάσουν το παραδοσιακό πρόγευμα. Κατά την διάρκεια της περιήγησης ενεργοποιούνται οι αισθήσεις μέσα από ηχητικά και αλλά μέσα, λειτουργώντας στο βαφείο την παλιά πετρελαιομηχανή, ακούγοντας τις ραπτομηχανές να γαζώνουν, μυρίζοντας παντού το άρωμα του χρόνου και βλέποντας τα νήματα να έχουν παγώσει.

«Ολα τα παραπάνω συντελούν έτσι ώστε να προσεγγίσουμε την ιστορία και τον πολιτισμό μέσα από μια ψυχαγωγική διαδικασία η οποία καταλήγει να ενώσει όλους τους επισκέπτες-εργάτες σε ένα τραπέζι όπου θα απολαύσουν ένα εργατικό κολατσιό με παραδοσιακά τοπικά προϊόντα», σημειώνεται.

Και πόσο κοστίζει αυτή η βιωματική περιήγηση στο βιομηχανικό μουσείο αν θέλετε να τη συνοδεύσετε με εργατικό κολατσιό; Εξαρτάται από το πρόγραμμα που θα επιλέξετε. Αν επιλέξετε το «Κόκκινο Πουγκί της Χρυσώς», τότε θα πρέπει να πληρώσετε 25 ευρώ για ξενάγηση διάρκειας 60 λεπτών κι ενός γεύματος 30 λεπτών. Στην τιμή περιλαμβάνεται κέρασμα μαστίχας, παστελαριάς, μπρουσκέτας με τυρί, κρεμμύδι, ελιές και ντοματίνι, χαλβάς και νερό. Αν επιλέξετε το «Κίτρινο Πουγκί της Λουίζας», η ξενάγηση ανεβαίνει στα 35 ευρώ με ίδιο τον χρόνο της ξενάγησης και με κατά μισή ώρα επιπλέον τον χρόνο του γεύματος που περιλαμβάνει μαγειρευτό φαγητό σε φαγιάτζα, ψωμί, φρούτο, κρασί, νερό, συν το κέρασμα.

Αν τέλος επιλέξετε να ξεναγηθείτε με το πρόγραμμα το «Πράσινο Πουγκί της Αντωνίας», τότε θα πρέπει να πληρώσετε 40 ευρώ για ένα γεύμα που διαρκεί έως 90λεπτά, ελαφρώς πιο πλούσιο, προφανώς λόγω της ακριβότερης τιμής του, που επιπλέον θα σας δοθεί μέσα σε εργατική υφασμάτινη εργατική τσάντα με μαγειρευτό φαγητό σε φαγιάτζα, ατομική σαλάτα, ατομική πίτα, ψωμί, γλυκό, κρασί, ούζο και νερό. Σε αυτές τις τιμές θα πρέπει να προστεθούν άλλα 5 ευρώ, εφόσον οι ξεναγήσεις γίνονται στα αγγλικά.

ergostasio zisimatou
Φωτ.: «Hermoupolis Heritage» © inbulb

Αν μη τι άλλο, όσο κι αν αυτά τα ιδιότυπα προγράμματα ξενάγησης επιχειρούν, όπως και άλλα ανάλογα σε βιομηχανικούς χώρους μουσεία, ένα μικρό ταξίδι στον χρόνο, σε αυτή την περίπτωση δεν διαφαίνεται ότι είναι τόσο απλό να ανακαλύψουμε τη ζωή των εργατών. Οσο κι αν αφουγκραστούμε τη βοή των ακινητοποιημένων μηχανών που βρίσκονται στον χώρο, δύσκολα θα ταυτιστούμε με τις συνθήκες εργασίας των εργατών σε ένα εργοστάσιο που ξεκίνησε τη λειτουργία του λίγο πριν από την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, πριν από 110 χρόνια, με αντικείμενο την κατασκευή και πώληση καλτσών και κάθε είδους πλεκτικής.

Και όσα κι αν πληρώσουμε, το ίδιο δύσκολα θα αντιληφθούμε –και πόσο μάλλον θα ταυτιστούμε– με τη στιγμή που ανακοινώθηκε το κλείσιμο του εργοστασίου στους εργάτες σε ώρα βάρδιας, μετά από τηλεφωνική εντολή. Με τους εργάτες να αποχωρούν αφήνοντας τους αργαλειούς, τις πλεκτικές μηχανές και τα καζάνια βαφής ως είχαν. Και σίγουρα, αυτή η ρομαντικοποίηση της δύσκολης ζωής του εργάτη που αξιοποιεί και ισοσκελίζει ένα τραυματικό παρελθόν με μια ανταλλακτική αξία στο παρόν και τη μετατρέπει σε ένα, όπως όλα τα άλλα, προϊόν ψυχαγωγίας δεν τιμά όσους έχυσαν τον ιδρώτα τους στις φάμπρικες της βιομηχανικής επανάστασης έως και σήμερα.

Ενα ψυχαγωγικό προϊόν αποκαθαρμένο από το βάρος της Ιστορίας

Πώς μπορεί να βιώσει κανείς τη δουλειά σε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας χωρίς τον ακατάπαυστο θόρυβο των μηχανών, το χνούδι, τον κίνδυνο ατυχήματος, τη σωματική εξάντληση; Κανείς δεν είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι τρώγοντας «εργατικό κολατσιό» θα νιώσει όπως οι εργάτες/-τριες

Ο Πολυμέρης Βόγλης, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας

Ο Πολυμέρης Βόγλης, καθηγητής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, καταθέτει στην «Εφ.Συν.» την άποψή του με αφορμή τα ιδιότυπα προγράμματα ξενάγησης που πραγματοποιούνται στο Μουσείο Κλωστοϋφαντουργίας Ερμούπολης:

Πριν από μερικά χρόνια αθηναϊκό βιβλιοπωλείο με αφορμή την παρουσίαση ενός βιβλίου οργάνωσε εκδρομή στη Μακρόνησο. Εκεί πρόσφερε στους επισκέπτες ένα πακέτο φαγητό, ονομαζόμενο «μενού εξορίας» (το οποίο είχε παρασκευάσει ξενοδοχείο της Κηφισιάς), υποσχόμενο ότι η εκδρομή θα ήταν μια «συγκλονιστική εμπειρία ενάντια στη συλλογική λήθη του διχασμού». Στις μέρες μας στο Μουσείο Κλωστοϋφαντουργίας Ερμούπολης οι επισκέπτες «έχουν τη δυνατότητα να φορέσουν την παραδοσιακή ρόμπα, να συμπληρώσουν την κάρτα εργασίας, σαν εργάτες κι αυτοί της εποχής, και να δοκιμάσουν το παραδοσιακό πρόγευμα», ενώ η όλη επίσκεψη στο μουσείο περιγράφεται ως «μια ψυχαγωγική διαδικασία η οποία καταλήγει να ενώσει όλους τους επισκέπτες-εργάτες σε ένα τραπέζι όπου θα απολαύσουν ένα εργατικό κολατσιό με παραδοσιακά τοπικά προϊόντα».

Τα δύο παραδείγματα δείχνουν την κεντρική θέση που κατέχει η «εμπειρία» του επισκέπτη στη σύγχρονη πολιτιστική και τουριστική βιομηχανία. Στόχος δεν είναι ο επισκέπτης να βλέπει απλώς κάποια εκθέματα ή υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος αλλά να «ξαναζεί» αυτό που έχει συμβεί στο παρελθόν. Ζούμε στην εποχή όπου σχεδόν κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα (η οδήγηση ενός αυτοκινήτου, το γεύμα σε ένα εστιατόριο, η χρήση ενός κινητού τηλεφώνου κ.ά.) κατασκευάζεται και περιγράφεται ως εμπειρία. Επίσης, ζούμε στην εποχή όπου η αναζήτηση εμπειριών εκτείνεται στο παρελθόν: η αναβίωση ιστορικών γεγονότων ή λαϊκών παραδόσεων και εθίμων αποτελούν κομμάτι της σύγχρονης ιστορικής κουλτούρας. Αυτό που είναι νέο είναι ότι αυτή η αναζήτηση δεν στρέφεται μόνο σε εμπειρίες συνδεδεμένες με την ευχαρίστηση αλλά και σε εμπειρίες που σχετίζονται με τη βία, τον πόνο, ή ακόμα και με τον θάνατο. Η πιο ακραία εκδοχή αυτής της τάσης είναι ο λεγόμενος «σκοτεινός τουρισμός» (darktourism) ή ο «θανατοτουρισμός», και αφορά ταξίδια με προορισμό φυλακές, στρατόπεδα καταναγκαστικής εργασίας και εξόντωσης, τόπους μαζικών σφαγών ή καταστροφών κ.ά.

ergostasio zisimatou
Φωτ.: «Hermoupolis Heritage» © inbulb

Σε κάθε περίπτωση, η όποια εμπειρία του σημερινού επισκέπτη είναι πολύ διαφορετική από αυτό που βίωνε ένας κρατούμενος στη Μακρόνησο το 1948 ή μια βιομηχανική εργάτρια το 1930. Πώς μπορεί κανείς να βιώσει την εμπειρία της Μακρονήσου χωρίς τους ξυλοδαρμούς, τη σκόνη, τη δίψα, τον ύπνο στα αντίσκηνα, τα στρατιωτικά παραγγέλματα ή τα εμβατήρια από τα μεγάφωνα; Πώς μπορεί να βιώσει τη δουλειά σε ένα εργοστάσιο κλωστοϋφαντουργίας χωρίς τον ακατάπαυστο θόρυβο των μηχανών, το χνούδι, τον κίνδυνο ατυχήματος, τη σωματική εξάντληση; Κανείς δεν είναι τόσο αφελής ώστε να πιστεύει ότι τρώγοντας «εργατικό κολατσιό» θα νιώσει όπως οι εργάτες/-τριες –κι άλλωστε ποιος θέλει να ζει και να δουλεύει όπως οι βιομηχανικοί εργάτες/-τριες; Αυτό που προσφέρεται είναι άλλο ένα ψυχαγωγικό προϊόν που μικρή σχέση έχει με την πραγματική εμπειρία των ίδιων των υποκειμένων του παρελθόντος. Ενα προϊόν αποκαθαρμένο από το βάρος της ιστορίας, στο οποίο η Μακρόνησος μπορεί να εμφανίζεται γενικά ως ένα κακό του διχασμού.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα στρατόπεδα της Μακρονήσου, οι φυλακές της Γυάρου, τα παλιά βιομηχανικά κτίρια πρέπει να διατηρηθούν και να αναστηλωθούν. Το ζήτημα είναι τι κάνουμε με αυτά τα υλικά κατάλοιπα του παρελθόντος; Θέλουμε να κατασκευάσουμε άλλο ένα ψυχαγωγικό προϊόν προς κατανάλωση ή να αποτελούν την πρώτη ύλη για να κατανοήσουμε την ιστορία της κοινωνίας μας;

Πηγή: efsyn.gr