Στη χώρα μας υπάρχουν πολύ αξιόλογοι και διεθνώς αναγνωρισμένοι επιστήμονες, με πολλές δημοσιεύσεις στο διεθνή επιστημονικό τύπο, σε θέματα οικολογίας και βλάστησης σε σχέση με τη φωτιά. Υπάρχουν κλάδοι της επιστήμης της οικολογίας γνωστές ως Οικολογία της φωτιάς (Fire ecology), Μεταπυρική οικολογία (Post-fire ecology ή πιο σωστά Oecology) και κλάδοι της Συστηματικής Βοτανικής, όπως Διαδοχή των ειδών (Species succession).
Δεν έχω ακούσει κανέναν να έχει προσκληθεί να συμμετάσχει σε καμιά επιτροπή που σχετίζεται με τη βλάστηση (αστική και περιαστική) ή το τι πρέπει να γίνει μετά από μια φωτιά. Μέρος των δικών μου δημοσιεύσεων αχολείται με τις ανατομικές και φυσιολογικές ιδιομορφίες των φυτών του Μεσογειακού οικοσυστήματος.
Ο πρώτος δάσκαλος που μας τσίγκλησε για να ασχοληθούμε με αυτό το θέμα ήταν Νίκος Μάργαρης, νομίζω ο πρώτος Καθηγητής Οικολογίας σε Ελληνικό Πανεπιστήμιο που όμως δεν θέλαν να τον ακούσουν. Από αυτόν ξεκίνησαν κάποτε τα συνθήματα “Προστατέψτε το καμένο δάσος”, “όχι στις δενδροφυτεύσεις των φυσικών δασών” και πολλά άλλα που όμως στους πολιτικούς δεν άρεσαν καθόλου. Θυμάμαι τις εκδρομές στη φύση για να μελετήσουμε, ακριβώς, αυτό το περιβάλλον στη χώρα μας. Δυστυχώς έφυγε νωρίς ενώ τα τελευταία χρόνια της καριέρας του και της ζωής του ήταν ο Διευθυντής του National Geographic στην Ελλάδα.
Με αυτά που έχω μάθει είναι ότι, αυτή είναι η φύση του Μεσογειακού οικοσυστήματος με κυρίαρχο είδος το πεύκο που έχει χρόνο ζωής περίπου 80-100 χρόνια ανάλογα με την περιοχή. όταν το πευκοδάσος γεράσει είναι πολύ εύφλεκτό ενώ στον κύριο κορμό του και στα μεγάλα κλαδιά έχουν σχηματιστεί κουφάλες (ο λόγος που σπάγανε τα κλαδιά από το βάρος του χιονιού, τον φετινό χειμώνα).
Οι φωτιές που μαίνονται τώρα είναι αποτέλεσμα της προστασίας από τη φωτιά μεγάλων πεύκων, μερικά από τα οποία είναι μεγαλύτερα από 150 χρόνων, όπως αυτά του κτήματος Τατοίου.
Η άναρχη επέκταση της Αθήνας στα περιαστικά δάση της Αθήνας είχε σαν αποτέλεσμα να καθυστερήσει κατά πολύ να καεί το δάσος.Θα μου πείτε τι γίνεται με την επαρχία. Εκεί λόγω της, κατά πολύ, ελάττωσης των αγροτικών εργασιών αλλά και της μη συντήρησης του πευκοδάσους από τους ρετσινάδες, καρβουνιάρηδες, μελισσοπαραγωγούς κλπ. Η φωτιά στο πευκοδάσος είναι ένα φυσικό, περιοδικό, φαινόμενο ενώ η φωτιά ευνοεί τη διατήρησή του.
Όταν το πεύκο καίγεται το καλοκαίρι, στις κουκουνάρες υπάρχουν εκατομμύρια ώριμα σπέρματα που προστατεύονται από τη φωτιά και στη συνέχεια εκσφενδονίζονται και με τις πρώτες βροχές φυτρώνουν. Ένα πευκοδάσος, αν το προστατεύσουμε, θα ξαναδημιουργηθεί σε 15-20 χρόνια.Το έλατο είναι διαφορετικό γιατί τα σπέρματά του ωριμάζουν τον Οκτώβρη. Πάλι όμως και το ελατοδάσος θα ξαναδημιουργηθεί σε περίπου 30 χρόνια.
Ο χειρότερος εχθρός του καμένου φυσικού δάσους είναι οι “πανιγυριτζήδηκες” δενδροφυτεύσεις. Επομένως προστασία του καμένου δάσους από βόσκηση, περίπατους σε αυτό και η απαγόρευση οχημάτων {μηχανές και εκτός δρόμου αυτοκίνητα},επειδή τα νεαρά φυτά είναι μικροσκοπικά και μόνο ένα έμπειρο μάτι μπορεί να τα δει.
Πηγή: agropublic.gr