Την ίδια ώρα που βρίσκεται σε εξέλιξη μία νέα ποινική έρευνα για ανθρώπους που επέζησαν από την φωτιά στο Μάτι με σοβαρά εγκαύματα οι οποίοι δεν είχαν καταθέσει στις Αρχές, το Δημόσιο άσκησε έφεση κατά της απόφασης της Διοικητικής Δικαιοσύνης που όρισε ποσό αποζημίωσης ύψους 300 χιλιάδες ευρώ σε πέντε συγγενείς 77χρονης που κάηκε στην φονική πυρκαγιά ως αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν από λάθη και παραλείψεις υπηρεσιών του κράτους.
Η νέα εισαγγελική έρευνα έχει ξεκινήσει μετά από αποστολή στην Εισαγγελία Πρωτοδικών από τον εισαγγελέα Έδρας του Τριμελούς Πλημμελειοδικείου που δικάζει την υπόθεση της τραγωδίας στο Μάτι Παναγιώτη Μανιάτη, λίστας θυμάτων -εγκαυματιών οι οποίοι δεν είχαν καταθέσει ποτέ στις Αρχές και εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο.
Για το σκέλος αυτό της υπόθεσης διατάχθηκε άμεσα προκαταρκτική εξέταση και ήδη έχουν αρχίσει να καλούνται σε κατάθεση οι άνθρωποι που υποδείχθηκαν από τον κ. Μανιάτη. Με το τέλος της έρευνας θα κληθούν ως ύποπτοι σε εξηγήσεις οι αρμόδιοι και στην συνέχεια θα κριθεί η περαιτέρω ποινική πορεία της υπόθεσης.
Ωστόσο αυτή είναι η μία πλευρά της υπόθεσης που επί πέντε χρόνια απασχολεί την ποινική Δικαιοσύνη. Η άλλη πλευρά που αφορά τις αποζημιώσεις που διεκδικούν άνθρωποι οι οποίοι από την μία στιγμή στην άλλη έχασαν αγαπημένους τους και περιουσίες φαίνεται πως προχωρά αργά και με απόλυτη τήρηση των διαδικασιών που προβλέπονται σε κάθε αστική διαφορά του Δημοσίου με ιδιώτη.
Έτσι το Δημόσιο, λίγες ημέρες από την αναφορά του Πρωθυπουργού από την Βουλή στην τραγωδία και την επίσκεψη του με τον απερχόμενο Κύπριο πρόεδρο στο Μάτι, άσκησε έφεση κατά της απόφασης του Διοικητικού Πρωτοδικείου που επιδίκασε την πρώτη αποζημίωση για τον θάνατο 77χρονης στο Νέο Βουτζά. Το δικαστήριο με την απόφαση του (αριθμός 17030/2022 ) αναγνωρίζει ευθεία ευθύνη του δημοσίου που συνδέεται με τον θάνατο του θύματος και επιδικάζει χρηματική αποζημίωση λόγω ψυχικής οδύνης, σε πέντε συγγενείς μιας 77χρονης γυναίκας – θύματος ύψους 300.000 ευρώ με τους νόμιμους τόκους.
Οι συνήγοροι του Δημοσίου φαίνεται να επικαλούνται στην έφεση που ζητούν, συνολικά έξι λόγους , προκειμένου να πετύχουν μία κρίση που θα περιορίζει τις ευθύνες συγκεκριμένων υπηρεσιών. Αναφέρονται δε, σε “περιστατικό ανωτέρας βίας” για την πυρκαγιά που σάρωσε την Ανατολική Αττική.
Κατά το Δημόσιο, πρέπει να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη -κάτι που αρνήθηκε το Διοικητικό πρωτοδικείο- προκειμένου να αναλυθούν ζητήματα ειδικών γνώσεων, όπως η «αιφνίδια μεταβολή του καιρού» και “η σπανιότητα και ιδιαιτερότητα της τόσο ραγδαίας αύξησης της έντασης των ανέμων σε τοπικό επίπεδο” με εντάσεις 10 και 11 μποφόρ, η οποία δημιούργησε “αντικειμενική αδυναμία πτήσης των εναέριων μέσων κατά τις απογευματινές ώρες του ένδικου δυστυχήματος λόγω καιρικών συνθηκών” και κατ’ ακολουθία “αντικειμενική αδυναμία κατάσβεσης του πύρινου μετώπου από τις εναέριες και επίγειες δυνάμεις λόγω της έντασης και του μεγέθους ,πλάτους, και ύψους της πυρκαγιάς”.
Το Δημόσιο επίσης τονίζει ότι το Πρωτοδικείο έσφαλε αποδεχόμενο τον ισχυρισμό των αντιδίκων του, πως το τραγικό αποτέλεσμα είναι απόρροια της έλλειψης εισήγησης για εκκένωση των πολιτών, καθώς κατά την έφεση, δεν προέκυψε από κανένα στοιχείο “ότι τυχόν εισήγηση του Πυροσβεστικού Σώματος για οργανωμένη προληπτική απομάκρυνση των κατοίκων θα μπορούσε χρονικά και τεχνικά να πραγματοποιηθεί και να ολοκληρωθεί πριν την έλευση του θερμικού κύματος που προηγείτο της φωτιάς, δηλαδή με ασφαλή και αίσια κατάληξη για τους κατοίκους”.
Τονίζει επίσης πως και αν δίνονταν εντολή για εκκένωση δεν είναι καθόλου σίγουρο πως η επιχείρηση θα μπορούσε να έχει επιτυχία: “Είναι βέβαιο ότι και στην περίπτωση αυτή τα κρατικά όργανα θα κατηγορούνταν για την εκκένωση, όπως σήμερα κατηγορούνται για την μη εκκένωση”.Όπως αναφέρεται : “δεν υπήρχε ασφαλές καταφύγιο για τον πληθυσμό εκτός από τις οικίες και τα κτίσματα τα οποία θα εκκενώνονταν” και με δεδομένο ότι δεν θα ήταν δυνατόν όλος ο πληθυσμός να χωρέσει στις ακτές.
Με την έφεση που ζητείται να ασκηθεί το Δημόσιο ισχυρίζεται πως τα μέτρα που ελήφθησαν ήταν “άκρας επιμέλειας” πλην όμως λόγω “του τεράστιου πλήθους των ταυτόχρονων εστιών φωτιάς που εκδηλωνόνταν σε διάφορα σημεία στην επίδικη περιοχή και λόγω της ταχύτητας εναέριας και επίγειας μεταφοράς καυτρών, δεν κατέστη δυνατή αντικειμενικά η αντιμετώπιση όλων των περιστατικών”.
Εξειδικεύοντας συγκεκριμένα στοιχεία , οι συνήγοροι του Δημοσίου επισημαίνουν πως τότε “δεν είχε υλοποιηθεί το σύστημα ειδοποίησης 112” ενώ σημειώνουν πως το Μάτι είναι χτισμένο με μικρές και δαιδαλώδεις οδούς, χωρίς ρυμοτομία και πολλά αδιέξοδα.
Κατά την άποψη που διατυπώνεται στο δικόγραφο του Δημοσίου, υπήρξε εκ μέρους των αρμόδιων φορέων του ενημέρωση τόσο υπηρεσιακή όσο και στους πολίτες για τον επικείμενο κίνδυνο, με δελτίο Τύπου της Γενικής Γραμματείας Πολιτικής Προστασίας την προηγούμενη ημέρα της φωτιάς , δηλαδή στις 22 Ιουλίου 2018,τόσο για τον επικείμενο κίνδυνο (δελτίο τύπου ΓΓΠΠ της 22.07.2018) όσο και για τα μέτρα αντιμετώπισης του (οδηγίες δημοσιευμένες μέσω της ιστοσελίδας civilprotection και των ΜΜΕ) τα οποία σε πολλές περιπτώσεις δεν ακολουθήθηκαν, όπως η οδηγία «μην εγκαταλείπετε το κτίριο εκτός αν η διαφυγή σας είναι πλήρως εξασφαλισμένη”.
Ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου το Δημόσιο είχε ισχυριστεί ότι δεν υπάρχει αιτιώδης σύνδεση του θανάτου της 77χρονης με παραλείψεις της Πυροσβεστικής καθώς “η ίδια αποχώρησε πεζή, αυτοβούλως από την οικία της που, εν τέλει, παρέμεινε αλώβητη, οπότε εάν αυτή είχε παραμείνει εκεί, θα ήταν ασφαλής”.
Με την απόφαση τους οι δικαστές έκριναν τον ισχυρισμό αυτό απορριπτέο καθώς “η προσπάθεια του θύματος να αποχωρήσει από την οικία του, εν όψει του κινδύνου της εξελισσόμενης πυρκαγιάς αποτελεί ενέργεια αναμενόμενη, ιδίως εφόσον το πρόσωπο δεν είχε επαρκή πληροφόρηση για τον βαθμό του κινδύνου στον οποίον εκτίθεται”.
Σε δήλωση του ο πληρεξούσιος δικηγόρος της οικογένειας, Δημήτρης Σκύφτας, αναφέρει ότι το Δημόσιο ως εκ του νόμου έχει υποχρέωση ήγειρε έφεση κατά την αποζημιωτικής απόφασης και τονίζει:
“Στο εφετήριό του το ελληνικό Δημόσιο, πέραν των νομικών λόγων, επαναλαμβάνει τη θέση του ότι τα θύματα έχουν ποσοστό συνυπαιτιότητας λόγω της μη πληροφόρησής τους από τα ΜΜΕ ή από το διαδίκτυο (site πολιτικής προστασίας) για το πώς να αυτοπροστατευθούν.
Επιπροσθέτως το ελληνικό δημόσιο αναφέρεται εκ νέου στην «άναρχη» δόμηση της περιοχής και στην ύπαρξη αυθαιρέτων, καίτοι αυτά ήταν γνωστά στις Αρχές και στην προκειμένη περίπτωση δεν υπήρχε κανένα ζήτημα αυθαιρέτου κτίσματος.
Τέλος, κατά το ελληνικό δημόσιο, η επιδικασθείσα αποζημίωση από το Δικαστήριο, κρίνεται υπερβολική και επικουρικά ζητά τη μείωσή της.
Σημειώνω ότι η υπόθεση αυτή δεν έχει προσδιοριστεί ακόμα προς εκδίκαση ενώπιον του Διοικητικού Εφετείου”.