Λουίζα Σολομών-Πάντα
Για τους μελισσοκόμους, οι μέλισσες δεν είναι απλώς το μέσο για να εξασφαλίσουν το εισόδημά τους. Είναι τα ίδια τους τα παιδιά. Μόλις προχθες, ο Γιώργος Μπέσκος, ο μελισσοκόμος που είδε από τη μια στιγμή στην άλλη να καίγονται τα μελίσσια του από τις φωτιές που ξέσπασαν στα Δερβενοχώρια, επέστρεψε στο μελισσοκομείο του κόντρα στις εντολές της Πολιτικής Προστασίας και τις συστάσεις των Αρχών, καταγράφοντας τις σπαρακτικές εικόνες από την κατακαμένη γη που άφησε πίσω της η πυρκαγιά. «Για εμάς τους μελισσοκόμους οι μέλισσες είναι σαν τα παιδιά μας», είπε, μεταφέροντάς μας τον πόνο του.
«Ήμουν στην Ελευσίνα, βλέπω τον καπνό… παίρνω το φορτηγό και μαζί με τους εργάτες, πάμε πάνω στο βουνό και ξεκινάμε να μαζεύουμε τα μελίσσια. Τη νύχτα η φωτιά καβάλησε τη ράχη και μας έπνιξε στους καπνούς», ανέφερε μεταξύ άλλων, ο ίδιος που πρόλαβε να σώσει ελάχιστα από τα μελίσσια του.
Ο Αύγουστος του 2021 ήταν μία από τις πιο μακάβριες περιόδους για τους μελισσοκόμους αλλά και τους ρητινοπαραγωγούς του τόπου. Η καταστροφική φωτιά στη Βόρεια Εύβοια σάρωσε το πυκνό δάσος και όλα τα πλάσματα που ζούσαν σε αυτό. Μαζί της, πήρε τα χιλιάδες μελίσσια, ελαιόδεντρα και πεύκα, από τα οποία ζούσαν οι άνθρωποι του τόπου. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους υπολογισμούς του ΕΛΓΑ, στις φωτιές της Εύβοιας καταστράφηκαν περίπου 10 με 15 χιλιάδες μελίσσια και 650.000 στρέμματα πευκοδάσους, που αντιστοιχούσαν σχεδόν στο 60% της παραγωγής μελιού στην περιοχή. Εκτιμάται μάλιστα ότι το 70-80% της ελληνικής παραγωγής μελιού προερχόταν από εκεί.
Ακόμα και με άμεση δενδροφύτευση, παράλληλα με τη φυσική αναγέννηση, θα χρειαστούν περίπου δύο δεκαετίες ώστε να ξαναπαραχθεί μέλι από το πευκοδάσος. Όσο για τα διασωθέντα μελίσσια, είναι αβέβαιο το πώς θα τραφούν, καθώς η εξωδασική τους συντήρηση είναι ιδιαίτερα κοστοβόρα, αλλά και κατώτερης ποιότητας. Σύμφωνα με την Ομοσπονδία Μελισσοκομικών Συλλόγων Ελλάδας, οι απώλειες που είχαν οι Έλληνες παραγωγοί μελιού το 2021 ξεπέρασαν συνολικά τα 50 εκατ. ευρώ.
Τώρα, σχεδόν δύο χρόνια μετά τις ζοφερές αυτές στιγμές, οι αναμνήσεις παραμένουν επώδυνες. Μελισσοκόμοι και ρητινοπαραγωγοί, αλλά και κτηνοτρόφοι, έχουν αναγκαστεί να γίνουν νομάδες. Εγκαταλείπουν τον τόπο τους για να μπορέσουν να συνεχίσουν να εργάζονται στο αντικείμενό τους, σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Η ζημιά για εκείνους, υπήρξε ανεπανόρθωτη. Η Ελλάδα έρχεται αντιμέτωπη με τους πρώτους περιβαλλοντικούς της πρόσφυγες.
Μπορεί στους καλλιεργητές και παραγωγούς της Εύβοιας να δόθηκαν αποζημιώσεις, όμως ο κανονισμός του ΕΛΓΑ δεν εξασφαλίζει την πλήρη αποζημίωση στο 100% της εκάστοτε ζημιάς ούτε την αναπλήρωση του χαμένου εισοδήματος των μελισσοκόμων. Τον περασμένο Μάρτιο, στο πλαίσιο της στήριξης και περαιτέρω ανάπτυξης της ελληνικής Μελισσοκομίας, ο τότε Υφυπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, Σίμος Κεδίκογλου, ανακοίνωσε την ενίσχυση του κλάδου με το συνολικό ποσό των 12.000.000 €. Ειδικότερα, η απόφαση αφορούσε στους μελισσοκόμους που έχουν στην κατοχή τους 110 κυψέλες και άνω, και το ποσό καθορίστηκε στα 8 ευρώ/κυψέλη.
Η ενίσχυση, αξίζει να σημειωθεί πως ήρθε 15 μέρες μετά την ανακοίνωση του Αγροτοκτηνοτροφικού Συλλόγου Μαντουδίου-Λίμνης-Αγίας Άννας στην Εύβοια, η οποία εξέφραζε τη στήριξη του Συλλόγου στους μελισσοκόμους της περιοχής. Σε αυτή, τονιζόταν ότι, εκτός από τα πολλά προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κλάδος πανελλαδικά, οι μελισσοκόμοι της περιοχής αντιμετωπίζουν τις συνέπειες της καταστροφικής πυρκαγιάς του Αυγούστου του 2021.
Μέχρι σήμερα, οι μελισσοκόμοι της Βόρειας Εύβοιας ζητούν: α) Οικονομική ενίσχυση στους μελισσοκόμους της πυρόπληκτης περιοχής όπως στα άγονα νησιά, β) Αποζημίωση για τα χαμένα μελισσοσμήνη από τις μετακινήσεις μέσα στην μέρα κατά την διάρκεια της πυρκαγιάς, γ) Μελισσοτροφές για όσο διάστημα χρειάζεται, δ) Επιδότηση σε εφόδια και μελισσοτροφές για να ανταπεξέλθουν στο κόστος παραγωγής, και ε) Ουσιαστική μοριοδότηση για τα σχέδια βελτίωσης για τους πυρόπληκτους μελισσοκόμους, καθώς σύμφωνα με τον Σύλλογο, τα 3 μόρια που είχε εξαγγείλει το υπουργείο, είναι ανεπαρκή.
Η Popaganda επικοινώνησε με μελισσοκόμους και ρητινοκαλλιεργητές της Βόρειας Εύβοιας, οι οποίοι μοιράστηκαν μαζί μας τις αναμνήσεις τους από την πύρινη κόλαση του ’21, καθώς και τις δυσκολίες με τις οποίες έρχεται σήμερα αντιμέτωπος ο κλάδος τους και ο τόπος τους.
Για τον κ. Βαγγέλη Γιαννάκη, μελισσοκόμο, ρητινοπαραγωγό και ελαιοπαραγωγό, η οργή δεν μπορεί ακόμα να καταλαγιάσει. «Χθες το βράδυ ήμουν στη φωτιά στη Θήβα, δίπλα στην Εθνική οδό Αθηνών Λαμίας. Είχα μελίσσια εκεί, τα οποία ευτυχώς πρόλαβα να μεταφέρω στα Άγραφα», μου λέει αναστατωμένος στο τηλέφωνο, και συνεχίζει περιγράφοντας τις επώδυνες στιγμές που βίωσε στην Β. Εύβοια πριν δύο χρόνια, όταν είδε την παραγωγή του να αποτεφρώνεται. «Εγώ ήμουν από τους πρώτους που πήγαν στη φωτιά το 2021. Καθώς είμαι και μέλος της Ένωσης Δασικών Αγροτικών Συνεταιρισμών Εύβοιας, όσοι ανήκουμε στους συνεταιρισμούς είμαστε σχεδόν υποχρεωμένοι να επιχειρούμε όταν υπάρχει πυρκαγιά, μαζί με την Πυροσβεστική και το Δασαρχείο, σύμφωνα με το κατασταλτικό που υπάρχει για τις περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης».
«Έχω δουλέψει και εποχιακός στην πυροσβεστική για 20 χρόνια», μου λέει. «Έχω ζήσει πολλές φωτιές στη ζωή μου. Αυτό όμως ήταν ένα αίσχος. Καταρχάς ήταν οφθαλμοφανές σε όλους όσοι ήμασταν στην περιοχή, πως πρόκειται για εμπρησμό. Κάηκαν περισσότερα από 650.000 στρέμματα από μια φωτιά της πλάκας – το 1/3 των δασών του νησιού! Η φωτιά ξεκίνησε μέρα μεσημέρι, μισό μέτρο από τον δρόμο, με κόντρα αέρα, και δεν υπήρξε συντονισμός της πυροσβεστικής για να τη σβήσουν. Πήγαμε εμείς με τα μηχανάκια και δημιουργήσαμε αντιπυρική ζώνη, ώστε να μην περάσει η φωτιά από την άλλη πλευρά και να σταματήσει εκεί. Μετά ήταν δουλειά της πυροσβεστικής να σβήσει τη φωτιά. Καλούσαμε τα πυροσβεστικά οχήματα να έρθουν να βοηθήσουν και δεν έρχονταν», καταγγέλλει ο κ. Γιαννάκης.
«Δεν έφταιγαν τα παιδιά (σ.σ. οι πυροσβέστες), το υπουργείο έφταιγε (σ.σ. Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας), του οποίου τις εντολές ακολουθούν. Στην Εύβοια βρίσκεται συγκεντρωμένος ένας μεγάλος αριθμός πυροσβεστικών οχημάτων, για να πάνε σε άλλες φωτιές. Το σφάλμα ήταν ότι εκείνη τη μέρα τα είχαν διώξει όλα και δεν υπήρχε πυρόσβεση στην περιοχή, ενώ το πυροσβεστικό έδρευε ένα μόλις χιλιόμετρο πάνω από τη φωτιά. Όταν ήρθαν τελικά οχήματα από αλλού μετά από μισή ώρα, πάρκαραν στην άσφαλτο και δεν επιχείρησαν στην πυρκαγιά που είχε εξαπλωθεί. Τους φωνάζαμε αλλά δεν επιχειρούσαν. Αν το είχαν κάνει, θα είχε σβήσει εκεί η φωτιά σε μισή ώρα, γιατί δεν φυσούσε αέρας. Ήταν επιχείρηση ρουτίνας. Ήταν εγκληματικό αυτό που έγινε. Δικάστε κάποιον! Δεν έχει δικαστεί κανείς για όλο αυτό!», μου εξηγεί και η οργή του γίνεται η φανερή απόδειξη του πόνου που βίωσαν οι άνθρωποι που ζουν από τη φύση της Εύβοιας.
«Αναγκαστήκαμε και γίναμε ξένοι στον τόπο μας. Μιλάμε για προσφυγιά. Αλλάζει το σκηνικό. Πλέον δεν πηγαίνει κανείς στα δάση, ούτε οι κτηνοτρόφοι»
Και συνεχίζει: «Μετά από έξι μήνες, αποστράτευσαν απλά τον αρχηγό της πυροσβεστικής – ούτε καν τον έδιωξαν. Είχαμε μια μάχη και τη χάσαμε, όπως συμβαίνει στον πόλεμο. Κάποιος πρέπει να αναλάβει την ευθύνη γι’ αυτό». Ο κ. Βαγγέλης έχασε 9000 πεύκα, αλλά και ελαιόδεντρα, ενώ για καλή του τύχη δεν είχε φέρει ακόμα τα μελίσσια του στην περιοχή. «Βγαίνουν οι καναλάρχες και λένε ότι δεν είχαμε θύματα. Φυσικά και είχαμε! Χάθηκαν πόσα ζώα, άλλαξε η βιοποικιλότητα του τόπου. Έχουμε γεμίσει έντομα, δεν μπορούμε να περπατήσουμε στο δάσος. Μόνοι μας προκαλούμε την κλιματική καταστροφή. Έχουν αλλάξει χρώμα τα τζιτζίκια, μεταλλάχτηκαν. Το κλίμα επίσης έχει αλλάξει. Πέρυσι εμφανίστηκαν πεταλούδες που δεν είχαμε ξαναδεί, έχει γεμίσει επίσης ο τόπος ακρίδες».
Το ετήσιο εισόδημά του από το οποίο ζούσε ο ίδιος, η γυναίκα του και τα τρία παιδιά τους, ήταν περίπου 20.000 ευρώ. «Μου έδωσαν 15.000 ευρώ για αποζημίωση. Τον Αύγουστο που ήταν οι φωτιές, εγώ θα έβγαζα κανονικά σε έναν μήνα την παραγωγή όλου του χρόνου. Δε λέγεται αποζημίωση αυτό. Δεν αρκεί μια αποζημίωση! Θέλω αυτό που μου κάψατε να το αφήσω στα παιδιά μου, όπως έκανε ο πατέρας και ο παππούς μου. Αντιθέτως, δεν υπάρχει δουλειά αυτή τη στιγμή στην περιοχή και είναι ο τρίτος χρόνος χωρίς έσοδα».
«Εγώ τώρα κάνω 2-3 δουλειές για να ζήσω. Είμαι σαν ρομπότ. Γυρίζω όλη την Ελλάδα – το καλό είναι ότι και πριν την πυρκαγιά, είχα μελίσσια σε διάφορα μέρη της χώρας (περίπου 400) – κυρίως στα Άγραφα. Το κράτος ήταν ας πούμε τυχερό, γιατί αν εκδηλωνόταν δέκα μέρες μετά αυτή η φωτιά, πολλοί μελισσοκόμοι από άλλες περιοχές θα είχαν φέρει αρκετά ακόμα μελίσσια στην Εύβοια. Αναγκαστήκαμε και γίναμε ξένοι στον τόπο μας. Μιλάμε για προσφυγιά. Αλλάζει το σκηνικό. Πλέον δεν πάει κανείς στα δάση, ούτε οι κτηνοτρόφοι. Αυτό ήταν. Κάηκαν πόσες ελιές, οι δικές μου καταστράφηκαν όλες, τυλίχτηκαν στις φλόγες. Όσοι δεν γίνονται νομάδες, έχουν φτάσει σε σημείο να ζητούν χάρες από παραγωγούς των οποίων τα μελίσσια δεν κάηκαν, για να τους παραχωρήσουν ένα κομμάτι γης».
Η τηλεφωνική επικοινωνία μας με τον κ. Βαγγέλη έχει διαρκέσει αρκετή ώρα. Η ανάγκη του να μιλήσει ξανά και ξανά για όσα έζησε μέσα στο πύρηνο μέτωπο, είναι ακόμα μεγάλη – το ίδιο και η αδικία και ο θυμός που νιώθει. Η συζήτησή μας τελειώνει με μία αισιόδοξη γνωστοποίηση: «Το καλό είναι ότι η δασική Πεύκη (ή μακραίωνη), αναγεννιέται σχετικά γρήγορα μόνη της. Ο σπόρος της που καίγεται από τη φωτιά, ευτυχώς φυτρώνει άμεσα. Η Β. Εύβοια θα γεμίσει ξανά από Πεύκη σε κάποια χρόνια, το θέμα όμως είναι τι θα κάνουμε εμείς που ζούμε από το δάσος μέχρι τότε. Επίσης, το μέρος δεν θα γίνει ξανά δάσος όπως το ξέραμε, γιατί θα φυτρώσουν και άλλα είδη και θα μετατραπεί σε ζούγκλα. Δεν θα είναι πιθανώς βιώσιμο για καλλιέργεια».
Στην Popaganda μίλησε και ο Τάσος Αξιώτης, μελισσοκόμος και Πρόεδρος του Μελισσοκομικού Συλλόγου Εύβοια. Όπως περιγράφει, «Χάσαμε τους κόπους μιας ζωής. Το μεγαλύτερο θέμα όμως, για εμάς τους μελισσοκόμους, είναι ότι χάθηκε ένα πολύ μεγάλο δάσος, κάηκαν περισσότερα από 650.000 στρέμματα πεύκου, που έδιναν το 60% της παραγωγής πευκόμελου στην Ελλάδα. Χιλιάδες οικογένειες βρίσκονται ακόμα σε αδιέξοδο, αφού έχασαν την πιο σίγουρη παραγωγή τους. Μιλάμε περίπου για 2,5 χιλιάδες μελισσοκόμους που επλήγησαν άμεσα, ενώ 15.000 μελισσοκόμοι φέρνουν κάθε χρόνο τον Αύγουστο τα μελίσσια τους από Καλαμάτα, από Ήπειρο και Πελοπόννησο. Τώρα δεν μπορούν να το κάνουν αυτό».
«Η δική μου γενιά δεν θα προλάβει ξανά αυτό το δάσος και θα αργήσει να συνέλθει παραγωγικά ο κλάδος»
«Ο κλάδος βαδίζει σε πολύ δύσκολα μονοπάτια, και θα είναι πολύ δύσκολο να ανταπεξέλθουμε στα έξοδά μας. Το θετικό μέσα στην όλη τραγική κατάσταση ήταν ότι εκείνο τον Αύγουστο δεν είχαν έρθει όλα τα μελίσσια ακόμα στην Εύβοια, από τις άλλες περιοχές της Ελλάδας. Μέσα στην ατυχία μας, φάνηκαν πολλοί μελισσοκόμοι τυχεροί. Ήταν και άλλα μελισσοκομικού ενδιαφέροντος φυτά που καταστράφηκαν. Η δική μου γενιά δεν θα προλάβει ξανά αυτό το δάσος και θα αργήσει να συνέλθει παραγωγικά ο κλάδος. Πρέπει να στραφούμε σε άλλες βοσκές ή άλλα πευκοδάση, τα οποία όμως δεν δίνουν την απόδοση της Εύβοιας», εξηγεί ο κ. Αξιώτης για την παραγωγή του πευκόμελου. «Επιπλέον, η μέλισσα επηρεάζει όλο τον αγρό και είναι ένας σημαντικός παράγοντας του κύκλου της αγροτικής ανάπτυξης, αφού αυξάνει ποσοτικά όλες τις καλλιεργήσιμες εκτάσεις. Αν δεν πάει η μέλισσα στις μηλιές, για παράδειγμα, δεν θα καρπίσουν. Υπάρχει ένα ντόμινο λοιπόν στην αγροτική παραγωγή», καταλήγει.
Πηγή: popaganda.gr