Από τον Γιώργο Μουργή Η Αθήνα απελευθερώνεται στις 12 Οκτώβρη του 1944 και οι ναζιστικές δυνάμεις κατοχής χρειάζονται λίγες μέρες ακόμα ώσπου να εγκαταλείψουν οριστικά ολόκληρη τη χώρα.
Ακόμα και την υστάτη ώρα της αποχώρησης τους, σε διάφορες περιοχές εξακολούθησαν να διαπράττουν εγκλήματα εναντίων του άμαχου λάου ως μισαλλόδοξη αντεκδίκηση όπως και δολιοφθορές σε υποδομές του τόπου.
Το οριστικό τέλος το Β΄ Παγκοσμίου πολέμου δίνεται τον Μάιο του 1945.
Ο λαός της Αθηνάς στο άκουσμα της αποχώρησης των ναζιστικών στρατευμάτων κατοχής, μεταδίδει στόμα με στόμα την είδηση, χωρίς να αργεί η στιγμή σε ολόκληρη την πόλη από άκρη σε άκρη, να ξεκινήσει η γιορτή της Απελευθέρωσης.
Τα κινηματογραφικά, ιστορικά πλέον, ντοκουμέντα εκείνης τη μέρας αποτυπώνουν χαρακτηριστικά αυτή τη τεράστια γιορτή, που στήθηκε με πλήθος κόσμου σε όλους τους δρόμους.
Ένας λαός ενωμένος αγκαλιασμένος, τραγουδάει, πανηγυρίζει, γιορτάζει, υψώνει σημαίες, γαλανόλευκες, κόκκινες, αμερικάνικες, αγγλικές, σημαίες με σφυροδρέπανα καθώς ανταμώνεται κουβαλώντας το χαμόγελο ανακούφισης της λευτεριάς.
Παρόλα αυτά όμως η χώρα μας δεν γιορτάζει τη μέρα Απελευθέρωσης της ως επίσημο γεγονός.
Το μετεμφυλιακό καθεστώς επέλεξε να εξακολουθήσει να γιορτάζεται η έναρξη του πολέμου στις 28 Οκτώβρη και όχι η Απελευθέρωση.
Είμαστε η μοναδική χώρα στο κόσμο που δεν γιορτάζει την Απελευθέρωση της… Η μοναδική χώρα που κάποιοι επέλεξαν να θάψουν την ιστορική μνήμη της μέρας που οι Γερμανοί κατακτητές άφηναν πίσω τη στάχτη των νεκρών και τα κατάμαυρα χρόνια που βίωσε ο λαός μας.
Μέρες πείνας, θανάτου, βαρβαρότητας, απανθρωπιάς, στυγνών εγκλημάτων αλλά και γνήσιας λαϊκής εθνικής αντίστασης.
Αυτή η μέρα αντί να αποτελεί λαϊκό προσκύνημα, τιμή του αντιστασιακού αγώνα και των θυμάτων του, ένα αυθεντικό λαϊκό πανηγύρι ενάντια στο ναζισμό και το φασισμό, παραδόξως κάποιοι αποφάσισαν να την εγκιβωτίσουν στο κουτί της ιστορικής λήθης και αμνησίας.
Πολλοί ισχυρίζονται ότι ίσως αποτελεί ανάγκη να μην θέλουμε να θυμόμαστε την Απελευθέρωση για να παραμένει ξεχασμένος ο εμφύλιος που ακολούθησε.
Το ηθικό βάρος της υπογραφής της Βάρκιζας, η αποχή του ΚΚΕ – ΕΑΜ στις εκλογές του 1946 (το επίσημο ποσοστό αποχής ήταν 51,5% και αποτυπώνει την δύναμη και την επιρροή, όσο και το μέγεθος της λαθεμένης απόφασης), ο εμφύλιος, που δεν θα αποφευχθεί τελικά, αποτελούν πραγματικό τραύμα.
Επιβάλλεται όχι μόνο να το αγγίξουμε άλλα να το διαχειριστούμε ένθεν κακείθεν, σήμερα και μετά από τόσα χρόνια με ψυχραιμία και ιστορική σύνεση.
Η πληγή για να γιατρευτεί οριστικά δεν χρειάζεται ιστορικό «επίθεμα», καθιστώντας την μόνο αόρατη.
Στο βιβλίο της η Αντιστασιακή αγωνίστρια
Μαρία Μπέικου, «
Αφού με ρωτάτε, να θυμηθώ…» που επιμελήθηκε η ιστορικός Τασούλα Βερβενιώτη, γράφει:
[…]
«Παρά την αντίθεση των γονιών μου, κατατάσσομαι στον ΕΛΑΣ. Λαχταρώ να πολεμήσω με το όπλο στο χέρι. Η πρώτη μου μάχη είναι στο Καρπενήσι.
Ξέρω ότι αμύνομαι, δεν θέλω να κάνω κακό σε κανέναν, απέναντί μου όμως είναι ο εχθρός.
Σημαδεύω και πυροβολώ. Φοβάμαι. Καταλαβαίνω στο πρόσωπο του διπλανού μου τι σημαίνει σύντροφος.
Κόβω την κοτσίδα μου για να παρελάσω στην απελευθέρωση. Παραδίδω το όπλο μου στη Βάρκιζα.
Παντρεύομαι τον Γεωργούλα Μπέικο.
Ξαναπιάνω το ντουφέκι για να αμυνθώ, δεύτερη φορά, με τον Δημοκρατικό Στρατό. Το αφήνω, ηττημένη πια, στα αλβανικά σύνορα και φεύγω περνώντας στο άγνωστο. Τρομάζω.
Ζω είκοσι επτά χρόνια στη Σοβιετική Ένωση. Φοιτήτρια στο Ινστιτούτο Κινηματογραφίας της Μόσχας, στην τάξη του Μιχαήλ Ρομ, με το συμφοιτητή και πολύ καλό φίλο μου Αντρέι Ταρκόφσκι.
Δουλεύω ως εκφωνήτρια στον Ραδιοφωνικό Σταθμό της Μόσχας.
Είκοσι επτά χρόνια χωρίς ιθαγένεια.
Ψάχνω κάποιον ν’ ακούσει την ιστορία μου. Τη λέω παντού.
Η επιστροφή. Επιστρέφω στην Ελλάδα με την τέφρα του Γεωργούλα, σαν την Ηλέκτρα. Η Ελλάδα. Στα όνειρά μου βλέπω ακόμα ότι τρέχω στα βουνά.
Πατρίδα μου είναι όλα αυτά.»…
Και συνεχίζει σε άλλο σημείο:
«
Τα παιδιά πρέπει να μάθουν την ιστορία μας και να μάθουν να αγωνίζονται.
Γιατί, εκτός του ότι δεν γνωρίζουν πως ήταν πανελλαδική η αντίσταση ενάντια στους κατακτητές δεν γνωρίζουν ότι απελευθερωθήκαμε ουσιαστικά μόνοι μας.
Η βοήθεια, απ’ έξω, ήταν μηδαμινή»…
[…]
Αντί επιλόγου: «Τα παιδιά πρέπει να μάθουν την ιστορία μας και να μάθουν να αγωνίζονται»…μαζί με ολόκληρο τον λαό μας.
Αυτή η γνώση των ιστορικών γεγονότων της κατοχής, της Εθνικής Αντίστασης, της Απελευθέρωσης, του «πολιτικού μετά», αποτελεί τον αναγκαίο πυρήνα για να κατανοήσουμε το μέγεθος και τα σημαινόμενα, χωρίς να τίθεται καμιά μνήμη στις μυλόπετρες της λήθης του ιστορικού γίγνεσθαι.
Αν γνωρίζεις ποιο παρελθόν έχεις κληρονομήσει, τι κουβαλάς, μαθαίνεις πώς να αντιστέκεσαι σε κάθε μορφή εξουσίας που αφαιρεί την λαϊκή κυριαρχία, περιορίζει τα ανθρώπινα δικαιώματα, κατασπαράζει λαϊκές ελευθερίες, υποδαυλίζει μίση και πάθη για το δικό της συμφέρον.
Η Αθήνα και η χώρα είναι λευτερωμένη, τουλάχιστον από τα δεινά του φασισμού και του ναζισμού και η γιορτή αυτή δεν μπορεί ούτε να κρύβεται, ούτε να γιορτάζεται αποσπασματικά στις εκατόμβες και τα μνημεία ηρώων και θυμάτων.
Χορτάσαμε από παρελάσεις, χορτάσαμε με τις παράτες και τους εθνικιστικούς συμβολισμούς.
Αντίσταση, Αγώνας και Αλληλεγγύη είναι το μεγάλο μήνυμα της μέρας και το μήνυμα αυτό ειδικά τώρα είναι σπουδαιότερο, σημαντικότερο, όπως το αφηγείται σε μια συνέντευξη της η Τασούλα Βερβενιώτη στην Κρυσταλία Πατούλη για το
tvxs.gr: «Ξέρεις, όμως, τι μου είπε σήμερα μια γειτόνισσα μου, η κυρία Νίνα; ”Εγώ πέρασα και Κατοχή και Εμφύλιο.
Τώρα είναι χειρότερα κορίτσι μου”.
Της λέω ”Γιατί είναι χειρότερα;” και μου απαντά ”Γιατί τότε λέγαμε θα τελειώσει ο πόλεμος.
Τώρα τι θα πούμε;..”».
από το
nostimonimar
Πάνος Τζαβέλλας. Αφιέρωμα από την ERTopen και την εκπομπή «Οn the third day» με τον Γιώργο Μουργή: