«Συνδικάτα του Τύπου τον καιρό της κρίσης», του Χριστόφορου Κάσδαγλη
Πραξικοπηματική ισοπέδωση της δημόσιας τηλεόρασης. Θέσεις εργασίας που εξαφανίζονται σαν κορίνες του μπόουλινγκ. Συμβάσεις εργασίας θαμμένες στα συρτάρια των εργοδοτών. Κραταιά ασφαλιστικά ταμεία που ξαφνικά καταρρέουν. Αυτά είναι τα προφανή στοιχεία της κρίσης στο χώρο του Τύπου, άμεσα συνδεδεμένα με τις μνημονιακές πολιτικές.
Από πίσω όμως σοβούν παράλληλες διεργασίες: υπερσυγκέντρωση, υπέρογκος δανεισμός και ελλειμματικοί ισολογισμοί, πριμοδότηση του ιδιωτικού τομέα σε βάρος των δημόσιων ΜΜΕ, πτώση κυκλοφοριών και διαφημιστικών εσόδων, ύποπτες αγοραπωλησίες και συναλλαγές, ξέπλυμα χρήματος, καταρράκωση κάθε δεοντολογίας, νέα ιντερνετικά μέσα χαμηλής ποιότητας και γκρίζων επιδιώξεων, ενορχήστρωση μνημονιακών πολιτικών - ιδού ο κοινός παρονομαστής.
Το τελευταίο διάστημα, με αφορμή τις εκλογές στην ΕΣΗΕΑ (18-19 Ιουνίου) διατυπώνονται διάφορες θεωρίες συνωμοσίας σχετικά με τους λόγους ξαφνικής εξαθλίωσης των εργαζομένων στον Τύπο. Η χαρακτηριστικότερη είναι ότι έπρεπε να φιμωθούν, ώστε να διευκολυνθούν τα σχέδια που απεργάζονται διεθνή και εγχώρια κέντρα εναντίον της χώρας.
Προτείνω μια λιγότερο συναρπαστική ερμηνεία: οι εκδότες και οι σύμμαχοί τους δεν είχαν σοβαρούς λόγους να συντρίψουν τους εργαζόμενους στον Τύπο για να περάσουν τα σχέδιά τους. Αυτό θα είχε νόημα εφόσον είχαν αναπτυχθεί επαγγελματικές πρακτικές που θα ενθάρρυναν τον δημόσιο έλεγχο μέσω της δημοσιογραφικής έρευνας, κατοχυρώνοντας την ανεξαρτησία των δημοσιογράφων. Η αλήθεια όμως είναι ότι η μάχη της ελευθεροτυπίας μέσα στο δημοσιογραφικό σινάφι δεν χάθηκε — γιατί απλούστατα δεν δόθηκε ποτέ. Και οι όποιες ισχνές παραδόσεις ανεξαρτησίας και αντιστάσεις έχουν υποχωρήσει προ πολλού, εν ονόματι της ισοπεδωτικής ομοιομορφίας στην τηλεόραση, της απονεύρωσης του ραδιοφώνου και της χαύνωσης των εφημερίδων, με κοινό παρονομαστή την απόλυτη ισχυροποίηση των εκδοτών και την κυριαρχία του μάρκετινγκ έναντι των δημοσιογραφικών επιτελείων.
Το πρόβλημα έχει να κάνει με τον διπλό χαρακτήρα των ΜΜΕ. Από τη μία είναι κατασκευαστές συναίνεσης. Από την άλλη είναι επιχειρήσεις. Επιχειρήσεις «ειδικού σκοπού», βέβαια, καθώς ακόμα και στην περίοδο των παχειών αγελάδων τα κέρδη δευτερευόντως προέρχονταν από πωλήσεις και διαφημίσεις· κυρίως, αντλούνταν από τις παράλληλες επιχειρήσεις των ιδιοκτητών.
Η κρίση ανέτρεψε τις ισορροπίες, συρρικνώνοντας τόσο τα επίσημα έσοδα όσο και τα παράπλευρα. Τα ελλείμματα και τα τραπεζικά χρέη διογκώθηκαν, οι εξαρτήσεις βάθυναν και τα πραγματικά αφεντικά των δεκαετιών του ’90 και του 2000, οι διαφημιστές και οι μεγάλοι διαφημιζόμενοι, έφυγαν ελλείψει μπάτζετ από το κάδρο, παραχωρώντας τη θέση τους στους τραπεζίτες. Το πρόβλημα των εκδοτών δεν είναι πώς θα φιμώσουν τους δημοσιογράφους, αλλά πώς θα τους… πληρώσουν. Χώρια τα χρέη τους προς τις τράπεζες, το δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία.
Σ’ αυτό όμως το σημείο μπορεί επιτέλους να υπεισέλθει ο παράγοντας του συνδικαλιστικού κινήματος, τουλάχιστον με δύο τρόπους:
α) Τις προηγούμενες δεκαετίες, το θέμα της αξιοπιστίας εθεωρείτο από την πλειοψηφία θέμα πολυτελείας, καπρίτσιο κάποιων αριστερών ή λίγων καλών επαγγελματιών — και, για τα συνδικάτα του Τύπου, θέμα εκτός διδακτέας ύλης. Σήμερα, αντιθέτως, τείνει να γίνει ζήτημα επιβίωσης. Τα ΜΜΕ, εγκλωβισμένα στη μονοκαλλιέργεια των μνημονιακών πολιτικών έχουν αποξενωθεί από τους αναγνώστες/τηλεθεατές/ακροατές τους. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι η οικονομία κάποτε θα ανακάμψει, δύσκολα θα ξαναβρούν κορόιδα να τους πιστέψουν (και να τα σερβίρουν πεσκέσι στις διαφημιστικές εταιρείες). Η αναξιοπιστία έχει υποσκάψει τους ίδιους τους ισολογισμούς τους. Η δεοντολογία και η αξιοπιστία, από παράγοντες που λειτουργούσαν μονάχα σε αξιακό επίπεδο, έχουν μεταβληθεί σε προϋποθέσεις για την οικονομική ανάκαμψη των επιχειρήσεων. Αν αυτό δεν είναι σε θέση να το αντιληφθούν οι εργοδότες, οι εργαζόμενοι στον Τύπο καλούνται –για λόγους επιβίωσης– να τους εξαναγκάσουν ν’ αλλάξουν ρώτα.
β) Από την άλλη, όλο και περισσότερα ΜΜΕ συρρικνώνονται, κλείνουν ή υποχρεώνονται σε κλείσιμο, πετάγοντας στον δρόμο χιλιάδες εργαζόμενους. Η αλληλεγγύη προς αυτούς είναι μεν απαραίτητη, έχει όμως κοντά ποδάρια. Το θέμα είναι να ξαναβρούν δουλειές. Όχι βοηθήματα, επιδόματα, συσσίτια και φιλανθρωπίες· δουλειές. Δουλειές λοιπόν μπορεί να μην υπάρχουν, διαφαίνονται όμως ευκαιρίες.
Τα μαγαζιά που κλείνουν αφήνουν πίσω τους μικρό ή μεγάλο κενό. Ένας νέος δρόμος ανοίγεται για τους εργαζόμενους: Nα φτιάξουν δικά τους συνεταιριστικά ΜΜΕ, απαλλαγμένα από τις παθογένειες των παλιών. Πρόκειται για έναν δύσκολο δρόμο που άνοιξε με την Εφημερίδα των συντακτών και, πιο πρόσφατα, με τον Flash. Χρέος και ευκαιρία για το συνδικαλιστικό κίνημα είναι να υποστηρίξει τέτοιες προσπάθειες, να διαθέσει πόρους από τα δικά του διαθέσιμα, αλλά κυρίως να αναπτύξει τεχνογνωσία για την ανεύρεση πόρων από το ΕΣΠΑ και από χορηγίες. Καιρός είναι, δίπλα στον δημόσιο τομέα που επιχειρείται να εξαφανιστεί και τον ιδιωτικό που καταρρέει, ν’ ανοίξει φτερά ένας τρίτος τομέας στο χώρο των ΜΜΕ: ο κοινωνικός!
Αλλά, προηγουμένως, υπάρχει βέβαια το ανοιχτό τραύμα της ΕΡΤ, οι ανοιχτοί λογαριασμοί με μια κυβέρνηση που λειτουργεί πλέον παρακρατικά και απειλεί κάθε θεσμό, κάθε κατάκτηση, κάθε εστία δημοκρατίας. Μια σύγκρουση που θα φτάσει μέχρι τα απώτατα όριά της.
Πηγή: TVXS