Όταν ο Μπρετόν συνάντησε τον Τρότσκι: 80 χρόνια από το Μανιφέστο «Για μία Ανεξάρτητη Επαναστατική Τέχνη» (του Δημήτρη Κατσορίδα)

Όταν ο Μπρετόν συνάντησε τον Τρότσκι: Το Μανιφέστο «Για μία Ανεξάρτητη Επαναστατική Τέχνη» (80 χρόνια από την έκδοση του)[1]

Του Δημήτρη Κατσορίδα

Το 1938, ο Αντρέ Μπρετόν (θεμελιωτής του σουρεαλισμού), σε μια επίσκεψή του στο Μεξικό για διαλέξεις, δεν έχασε την ευκαιρία να συναντήσει τον Τρότσκι, ο οποίος είχε καταφύγει εκεί μετά την εκδίωξή του από τον Στάλιν. Στο Μεξικό, τον φιλοξένησαν οι ζωγράφοι Ντιέγκο Ριβιέρα και Φρίντα Κάλο.

Ο Μπρε­τόν μί­λη­σε με απε­ριό­ρι­στο θαυ­μα­σμό για τον Τρό­τσκι γιατί στο πρό­σω­πό του έβλε­πε τον εκ­φρα­στή των αυ­θε­ντι­κών επα­να­στα­τι­κών ιδεών που ο στα­λι­νι­σμός είχε αμαυ­ρώ­σει, και τον άν­θρω­πο που «τα έργα του κά­νουν κάτι πε­ρισ­σό­τε­ρο από το να δι­δά­σκουν –πα­ρο­τρύ­νουν τον άν­θρω­πο να υψώ­σει το ανά­στη­μά του. […] Τον έβλε­πα να στέ­κε­ται όρ­θιος, ανά­με­σα στους αι­σχρά σφαγ­μέ­νους συ­ντρό­φους του, μόνος αυτός θύμα στη μνήμη των τεσ­σά­ρων παι­διών του που δο­λο­φο­νή­θη­καν» [σημ.: τα τρία είχαν δο­λο­φο­νη­θεί, ενώ η Νίνα είχε αυ­το­κτο­νή­σει, Δ.Κ.].

Στις συ­νο­μι­λί­ες τους, ο Μπρε­τόν με­τα­ξύ άλλων ανέ­πτυ­ξε στον Τρό­τσκι τις Θέ­σεις του για τον Σου­ρε­α­λι­σμό, την δια­τή­ρη­ση της ελευ­θε­ρί­ας και της ακε­ραιό­τη­τας της καλ­λι­τε­χνι­κής δη­μιουρ­γί­ας, ώστε η τέχνη «να συ­νε­χί­ζει να είναι ένας σκο­πός» και «να μην κα­τα­ντά­ει με κα­νέ­να πρό­σχη­μα ένα μέσον» στη βάση πο­λι­τι­κών σκο­πι­μο­τή­των. Η Τέχνη είναι η ίδια αυ­το­σκο­πός, έλεγε ο Μα­για­κόφ­σκι.

Ο Τρό­τσκι, συμ­φω­νού­σε με τον Μπρε­τόν για την πλήρη απο­δέ­σμευ­ση της τέ­χνης και του καλ­λι­τέ­χνη από κάθε μορφή κα­τα­να­γκα­σμού. Έτσι, κα­τέ­λη­ξαν στη συμ­φω­νία για την έκ­δο­ση ενός Μα­νι­φέ­στου, με τον τίτλο: «Για μία ανε­ξάρ­τη­τη επα­να­στα­τι­κή τέχνη», το οποίο  δό­θη­κε στην δη­μο­σιό­τη­τα, στις 25 Ιούλη 1938. Το Μα­νι­φέ­στο, προ­κά­λε­σε με­γά­λο θό­ρυ­βο στους κύ­κλους της αρι­στε­ρής καλ­λι­τε­χνι­κής δια­νό­η­σης σε όλο τον κόσμο, η πλειο­ψη­φία της οποί­ας ήταν στα­λι­νι­κή και ασπα­ζό­ταν το δόγμα του Ζντά­νοφ περί «σο­σια­λι­στι­κού ρε­α­λι­σμού» και «στρα­τευ­μέ­νης τέ­χνης».

Όμως, η τέχνη από τη φύση της λει­τουρ­γεί απε­λευ­θε­ρω­τι­κά, γι’ αυτό ενέ­χει επα­να­στα­τι­κά στοι­χεία. Δεν υπο­τάσ­σε­ται και δεν χει­ρα­γω­γεί­ται, διότι τότε παύει να είναι τέχνη. Μά­λι­στα, εν δυ­νά­μει όλοι/-ες εί­μα­στε καλ­λι­τέ­χνες. Είτε ζω­γρα­φί­ζου­με είτε κοι­τά­με ζω­γρα­φιές, είτε τρα­γου­δά­με είτε συν­θέ­του­με μου­σι­κή, είτε χο­ρο­γρα­φού­με είτε χο­ρεύ­ου­με, είτε βλέ­που­με μια πα­ρά­στα­ση είτε εί­μα­στε σκη­νο­θέ­τες, είτε δια­βά­ζου­με ποί­η­ση και λο­γο­τε­χνία είτε γρά­φου­με.

Βέ­βαια, εδώ τί­θε­ται ένα ερώ­τη­μα. Όταν μι­λά­με για επα­να­στα­τι­κή τέχνη δεν είναι σαν να προ­σπα­θού­με πάλι να κα­θο­δη­γή­σου­με την τέχνη σε συ­γκε­κρι­μέ­νη κα­τεύ­θυν­ση; Δεν μοιά­ζει κάτι σαν τη «στρα­τευ­μέ­νη τέχνη»;

Και όμως. Σε μια εποχή, όπως αυτή που γρά­φτη­κε το «Μα­νι­φέ­στο», με βαριά τη σκιά του στα­λι­νι­σμού πάνω στο χώρο της τέ­χνης, και μά­λι­στα στο όνομα του κόμ­μα­τος και της επα­νά­στα­σης, απο­τέ­λε­σε «ένα μνη­μείο υψη­λής πνευ­μα­τι­κό­τη­τας και θαρ­ρα­λέ­ας πο­λι­τι­κής πρά­ξης», όσον αφορά την ανε­ξάρ­τη­τη φύση της τέ­χνης και το ρόλο του καλ­λι­τέ­χνη σε ένα με­τε­πα­να­στα­τι­κό κρά­τος. Κι αυτό πε­ρι­γρά­φε­ται στο «Μα­νι­φέ­στο»: «Αν για την ανά­πτυ­ξη των υλι­κών πα­ρα­γω­γι­κών δυ­νά­με­ων η επα­νά­στα­ση είναι υπο­χρε­ω­μέ­νη να εγκα­θι­δρύ­σει ένα σο­σια­λι­στι­κό κα­θε­στώς συ­γκε­ντρω­τι­κής σχε­διο­ποί­η­σης, για την πνευ­μα­τι­κή δη­μιουρ­γία πρέ­πει εξαρ­χής να θε­με­λιώ­σει και να εξα­σφα­λί­σει ένα αναρ­χι­κό κα­θε­στώς πνευ­μα­τι­κής ελευ­θε­ρί­ας. Καμιά επι­βο­λή, κα­νέ­νας κα­τα­να­γκα­σμός, ούτε το πα­ρα­μι­κρό ίχνος δια­τα­γής!».

Επί­σης, εν­δια­φέ­ρου­σα είναι η σύν­δε­ση που κάνει το «Μα­νι­φέ­στο», με την   ψυ­χα­νά­λυ­ση«Ο μη­χα­νι­σμός της εξι­δα­νί­κευ­σης, που πα­ρα­πέ­μπει σ’ αυτή τη  πε­ρί­πτω­ση[δη­λα­δή, η ορμή, η οποία αντι­πε­ρι­σπά­ται προς ένα νέο μη σε­ξουα­λι­κό αντι­κεί­με­νο-σκο­πό, και κυ­ρί­ως προς την καλ­λι­τε­χνι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα και την πνευ­μα­τι­κή ερ­γα­σία, σ.σ.-Δ.Κ.] και που η ψυ­χα­νά­λυ­ση έφερε στο φως, έχει σαν σκοπό να απο­κα­τα­στή­σει τη δια­τα­ρα­χθεί­σα ισορ­ρο­πία ανά­με­σα στο σύμ­φυ­το ‘’ε­γώ­’’ και στα απω­θη­μέ­να στοι­χεία. Αυτή η απο­κα­τά­στα­ση της ισορ­ρο­πί­ας κα­τα­λή­γει στο κέρ­δος του ‘’ι­δα­νι­κού εγώ’’, που υπο­κι­νεί κατά της ανυ­πό­φο­ρης σύγ­χρο­νης πραγ­μα­τι­κό­τη­τας τις δυ­νά­μεις του εσω­τε­ρι­κού κό­σμου, του ‘’ε­αυ­τού­’’,…». Και αυτή δεν είναι άλλη, από την «ανά­γκη της χει­ρα­φέ­τη­σης του αν­θρώ­που».

Εφέ­τος, 80 χρό­νια μετά την πρώτη δη­μο­σί­ευ­ση, του «Μα­νι­φέ­στου», εξα­κο­λου­θεί να  απο­τε­λεί ένα καλό κεί­με­νο για συ­ζή­τη­ση και προ­βλη­μα­τι­σμό, και ιδιαί­τε­ρα για τους κιν­δύ­νους που ελ­λο­χεύ­ουν από τα πα­ρακ­μια­κά φαι­νό­με­να που υπάρ­χουν και που θέ­τουν σε κίν­δυ­νο τον πα­γκό­σμιο πο­λι­τι­σμό, ο οποί­ος «πα­ρα­παί­ει από την απει­λή αντι­δρα­στι­κών δυ­νά­με­ων οπλι­σμέ­νων με την πιο σύγ­χρο­νη τε­χνι­κή»


[1] Το Μανιφέστο «Για μία Ανεξάρτητη Επαναστατική Τέχνη», βρίσκεται στο βιβλίο Λογοτεχνία και Επανάσταση του Λ. Τρότσκι, εκδ. Εργατική Πάλη.

Τελευταία τροποποίηση στις Παρασκευή, 14/06/2013 - 23:54