Οι «μεν» και οι «δε»

γράφει ο Κώστας Καναβούρης
Τους μεν, τους βλέπω από την ώρα που θα βγω από το σπίτι μου. Και είναι πολλοί. Ακόμα και για όποιον δεν θέλει να δει, είναι πολλοί: οι άνθρωποι που τα χέρια τους εμφανίζονται μπροστά σου, έχοντας «το στρεβλό σχήμα της κλοπής, της παράκλησης, της ελεημοσύνης» όπως θα έλεγε και ο Γιάννης Ρίτσος. Ρημαγμένα πρόσωπα που θέλουν να μην αποτυπώνονται. Ψιθυριστές φωνές που θέλουν να κρυφτούν στο κάτω μέρος της σιωπής.  Ρημαγμένα χέρια που δεν ικετεύουν, χέρια που φοβούνται. Ένας τρόμος που δεν συνιστά καν κορμί, παρά ένα συνονθύλευμα από τυχαία αποσπάσματα. Χέρια, πόδια, γόνατα, αγκώνες, μάτια (για βλέμμα ούτε λόγος) και με κείνη την τεράστια χειρονομία της απόγνωσης και με εκείνη την τεράστια γλώσσα που μιλιέται μονάχα με τις λέξεις του ανύπαρκτου. Τους βλέπω κάθε μέρα. Κι όταν είσαι άνεργος, ξέρεις πολύ καλά ότι δεν έχεις χώρο ούτε για οίκτο, πολύ περισσότερο για το πολυτελές άθλημα της φιλανθρωπίας, αλλά έχεις χώρο μονάχα για απόγνωση. Την δική σου απόγνωση. Όχι απλώς γιατί σου είναι αδύνατο να καλύψεις το περιπτωσιακό ακατάσχετο, αλλά γιατί δεν προλαβαίνεις να συγκρατήσεις το αφηνιασμένο παρόν που τρέχει προς τον γκρεμό. Τον γκρεμό τον δικό σου που είναι ο ίδιος γκρεμός όπου πηγαίνουν τα ρημαγμένα χέρια, τα ρημαγμένα πρόσωπα, η ρημαγμένη σιωπή μιας τεράστιας ζωής που πάτησε σε νάρκες διεσπαρμένης οικονομίας. Θέλω να πω, ότι δεν είσαι με τους μεν. Είσαι ένας από τους μεν. Και ξέρεις ότι η απόγνωση δεν τίθεται προς διαπραγμάτευση. Δεν υπάρχουν ποσοστά απόγνωσης. Δεν υπάρχουν ποσοστά τρόμου. Δεν υπάρχουν προτάσεις για το πόσα παιδιά θα λιποθυμούν από έλλειψη τροφής. Δεν υπάρχει διαπραγμάτευση για το αν θα λιποθυμούν δέκα, ή είκοσι, ή τριάντα, ή δώδεκα και μισό (στατιστικώς) ή δεκαεφτά και τριανταπέντε (στατιστικώς) παιδιά προκειμένου να ικανοποιηθούν οι «θεσμοί» της φρικώδους λογιστικής απανθρωπίας. Δεν υπάρχει διαπραγμάτευση για την σχέση δεικτών μεταξύ λιπόθυμων παιδιών και πεινασμένων γερόντων. Αυτά  είναι μπακαλική του τρόμου. Άθλια οικονομία φασιστικής επιβολής. Ένα σεμινάριο τυφλότητας περί την ύπαρξη.

Γι’ αυτό είμαι με τους «μεν». Γιατί βλέπω και τους «δε». Αυτούς που όπως λέει και ο ποιητής Αργύρης Χιόνης «πνίγονται μέσα στα κοστούμια τους». Μ’ αυτούς συζητάμε. Από απαγχονισμένους της γραβάτας περιμένουμε να μας καταλάβουν. Από ενταφιασμένους μέσα στα κοστούμια τους περιμένουμε να νιώσουν το χλωρό υλικό της ύπαρξης. Γίνεται; Δεν γίνεται. Αλλιώς είναι το πράγμα. Αλλιώς ακατανόητο είναι το κορμί που ζητιανεύει για λίγη ισχύ κι αλλιώς το ίδιο το κορμί που ζητιανεύει για λίγη ζωή. Ωστόσο εκτείνονται στο ίδιο ταξικό μηδέν των ποιημάτων. Αυτό – λέω – να το στηρίξουμε. Να το ξέρουμε. Να είμαστε εμείς. Και να μην υποχωρήσουμε. Να διαπραγματεύσουμε όλα μας τα ποιήματα. Είναι μεγάλης αξίας. Αδιαπραγμάτευτης. Αυτό να το ξέρουμε. Να το στηρίξουμε. Να είμαστε εμείς. Και πάλι από την αρχή. Όσες φορές χρειαστεί.



πηγή: artinews.gr
Τελευταία τροποποίηση στις Σάββατο, 20/06/2015 - 17:01